χαλκοτύμπανος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
(6_18)
 
(46)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκοτύμπᾰνος''': -ον, ὁ ἔχων τύμπανα ἢ κύμβαλα ἐκ χαλκοῦ, Παλλάδ. ἐν Βίῳ Ἰω. Χρυσ. 106Α.
|lstext='''χαλκοτύμπᾰνος''': -ον, ὁ ἔχων τύμπανα ἢ κύμβαλα ἐκ χαλκοῦ, Παλλάδ. ἐν Βίῳ Ἰω. Χρυσ. 106Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει χάλκινα τύμπανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τύμπανος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύμπανον]]), <b>πρβλ.</b> <i>φρεατο</i>-[[τύμπανος]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοτύμπᾰνος: -ον, ὁ ἔχων τύμπανα ἢ κύμβαλα ἐκ χαλκοῦ, Παλλάδ. ἐν Βίῳ Ἰω. Χρυσ. 106Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινα τύμπανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τύμπανος (< τύμπανον), πρβλ. φρεατο-τύμπανος.