ταξεώτης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(6_19)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταξεώτης''': -ου, ὁ, [[ἀκόλουθος]] ἢ βοηθὸς ἄρχοντος ἢ δικαστοῦ ἢ στρατηλάτου, Παλλαδ. Λαυσ. 1164, [[Νεῖλος]] 921, κλπ, Κῶδ. Ἰουστινιαν. 1. 3, 53, 12 8, 19, κλπ. · ἐπίθετ. ταξεωτικός, ή, όν, Εὐστ., πρβλ. [[ταξιώτης]].
|lstext='''ταξεώτης''': -ου, ὁ, [[ἀκόλουθος]] ἢ βοηθὸς ἄρχοντος ἢ δικαστοῦ ἢ στρατηλάτου, Παλλαδ. Λαυσ. 1164, [[Νεῖλος]] 921, κλπ, Κῶδ. Ἰουστινιαν. 1. 3, 53, 12 8, 19, κλπ. · ἐπίθετ. ταξεωτικός, ή, όν, Εὐστ., πρβλ. [[ταξιώτης]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΜΑ, και [[ταξιώτης]] Α<br />[[μέλος]] αυτοκρατορικής φρουράς, [[ιδίως]] [[ακόλουθος]] ή [[αξιωματικός]] ηγεμόνα ή [[βοηθός]] δικαστή ή στρατηλάτη<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπαξιωματικός]] ή [[αξιωματικός]]<br /><b>2.</b> [[τακτικός]] [[στρατιώτης]] ή [[στρατιώτης]] που βρίσκεται σε [[εκστρατεία]]<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει σε μοναστικό [[τάγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάξις]], -<i>εως</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στρατι</i>-<i>ώτης</i>) απ' όπου το λατ. <i>taxe</i><i>ō</i><i>ta</i>, -<i>ae</i>].
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταξεώτης Medium diacritics: ταξεώτης Low diacritics: ταξεώτης Capitals: ΤΑΞΕΩΤΗΣ
Transliteration A: taxeṓtēs Transliteration B: taxeōtēs Transliteration C: takseotis Beta Code: tacew/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A officer of a magistrate, sergeant, commissary, etc., member of the militia palatina, Cod.Just.1.3.53, PMasp.31.13 (vi A.D.), PSI8.939 (vi A.D.); written ταξιώτης, An.Ox.2.307, Gloss.: hence Adj. τᾰνυ-ωτικός, ή, όν, ῥαβδοῦχος Cod.Just.1.3.53, Eust.104.24.

German (Pape)

[Seite 1068] ὁ, ein Diener der Obrigkeit, Gerichtsdiener, Scherge, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταξεώτης: -ου, ὁ, ἀκόλουθος ἢ βοηθὸς ἄρχοντος ἢ δικαστοῦ ἢ στρατηλάτου, Παλλαδ. Λαυσ. 1164, Νεῖλος 921, κλπ, Κῶδ. Ἰουστινιαν. 1. 3, 53, 12 8, 19, κλπ. · ἐπίθετ. ταξεωτικός, ή, όν, Εὐστ., πρβλ. ταξιώτης.

Greek Monolingual

ο, ΜΑ, και ταξιώτης Α
μέλος αυτοκρατορικής φρουράς, ιδίως ακόλουθος ή αξιωματικός ηγεμόνα ή βοηθός δικαστή ή στρατηλάτη
μσν.
1. υπαξιωματικός ή αξιωματικός
2. τακτικός στρατιώτης ή στρατιώτης που βρίσκεται σε εκστρατεία
3. αυτός που ανήκει σε μοναστικό τάγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις, -εως + κατάλ. -ώτης (πρβλ. στρατι-ώτης) απ' όπου το λατ. taxeōta, -ae].