ἀναθλίβω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναθλίβω''': [ῑ]: μέλλ. -ψω, [[θλίβω]], [[πιέζω]] ἰσχυρῶς, [[ἐξάγω]] τὸ ὑγρὸν διὰ τῆς πιέσεως, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 23., 9. 668· ἀναθλ. ῥεῑθρον εἰς κρήνην, [[ἀναγκάζω]] διὰ πιέσεως τὸ ῥεῑθρον νά ἀνέλθῃ, Στράβ. 173, πρβλ. 754.
|lstext='''ἀναθλίβω''': [ῑ]: μέλλ. -ψω, [[θλίβω]], [[πιέζω]] ἰσχυρῶς, [[ἐξάγω]] τὸ ὑγρὸν διὰ τῆς πιέσεως, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 23., 9. 668· ἀναθλ. ῥεῑθρον εἰς κρήνην, [[ἀναγκάζω]] διὰ πιέσεως τὸ ῥεῑθρον νά ἀνέλθῃ, Στράβ. 173, πρβλ. 754.
}}
{{bailly
|btext=presser fortement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[θλίβω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθλίβω Medium diacritics: ἀναθλίβω Low diacritics: αναθλίβω Capitals: ΑΝΑΘΛΙΒΩ
Transliteration A: anathlíbō Transliteration B: anathlibō Transliteration C: anathlivo Beta Code: a)naqli/bw

English (LSJ)

[ῑ],

   A force up, ἐκ τῶν φαρύγγων τοὺς ἀκόλους J.BJ5.10.3; μαστὸς ἀ. χεύματα Ναϊάδος AP9.668 (Marian.); [ὕδατα] εἰς κρήνην Str.3.5.7:—Pass., 16.2.13, AP7.23 (Antip.Sid.), Aret.SA1.8.    2 simply, press, βυβλίδιον AP12.208; of reducing a rupture, Archig. ap. Aët.9.28.

German (Pape)

[Seite 188] auf-, ausdrücken, Plut. Symp. 6, 2 g. E.; ἀναθλίβει χεύματα μαστός Marian. 2 (IX, 668); πηγαὶ ἀναθλίβοιντο γάλακτος Ant. Sid. 72 (VII, 23).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθλίβω: [ῑ]: μέλλ. -ψω, θλίβω, πιέζω ἰσχυρῶς, ἐξάγω τὸ ὑγρὸν διὰ τῆς πιέσεως, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 23., 9. 668· ἀναθλ. ῥεῑθρον εἰς κρήνην, ἀναγκάζω διὰ πιέσεως τὸ ῥεῑθρον νά ἀνέλθῃ, Στράβ. 173, πρβλ. 754.

French (Bailly abrégé)

presser fortement.
Étymologie: ἀνά, θλίβω.