ἀμόλυντος: Difference between revisions
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
(6_15) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμόλυντος''': -ον, ([[μολύνω]]) = [[ἀμίαντος]], Ἑβδ., Ξεν. Ἐφεσ. 2. 9, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 167, ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ μὴ μολύνων, μὴ καταλείπων σημεῖόν τι ἢ κηλῖδα, Γαλην., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν. | |lstext='''ἀμόλυντος''': -ον, ([[μολύνω]]) = [[ἀμίαντος]], Ἑβδ., Ξεν. Ἐφεσ. 2. 9, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 167, ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ μὴ μολύνων, μὴ καταλείπων σημεῖόν τι ἢ κηλῖδα, Γαλην., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>act. [[no manchadizo]], [[que no deja mancha]] τὸ δὲ πηγνύμενον ἀμόλυντόν ἐστι Olymp.<i>in Mete</i>.307.1.<br /><b class="num">2</b> tb. act., de emplastos y otras sustancias [[que no deja mancha]], [[que no se pega]], [[solidificado]] κίνει ἄχρις ἀμολύντου Crito en Gal.12.487, ἀμόλυντα εἶναι καὶ μὴ περιρρεῖν Antyll. en Orib.9.24.4, ἕψε [[ἔλαιον]] ... ἕως ἀμόλυντον γένηται Philum.<i>Ven</i>.10.8.<br /><b class="num">3</b> pas. [[no manchado]], [[limpio]] ὀφθαλμὸς ἀπαθὴς καὶ ἀ. Clem.Al.<i>Strom</i>.6.15.119<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[limpieza]], [[higiene]] (en el comer), Muson.<i>Fr</i>.18B.<br /><b class="num">II</b> fig. de pers. y abstr. [[puro]], [[inmaculado]] θυγατρὶ παρθένῳ ἀμολύντῳ γλυκυτάτῃ <i>IG</i> 14.264 (Agrigento), φυλάξειν ἀμόλυντον (τὴν κόρην) X.Eph.2.9.4<br /><b class="num">•</b>de abstr. πνεῦμα LXX <i>Sap</i>.7.22, κάθαρσις Arr.<i>Epict</i>.4.11.8, φύσις Gr.Nyss.M.44.1144A<br /><b class="num">•</b>c. gen. κακίης [[ἀμόλυντος]] ... λογισμός razonamiento limpio de maldad</i> Heliod. en Gal.14.145.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sin mancha]] ἀ. ἐνεργούμενα ... ἔργα Cyr.Al.M.69.824C. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, (μολύνω)
A undefiled, LXX Wi.7.22, X.Eph.2.9, Muson.Fr.18Bp.105 H., Arr.Epict.4.11.8; παρθένος IG14.264 (Agrigentum). II Act., not leaving any stain, κινεῖν μέχρι ἀμολύντου Crito ap.Gal.12.487, cf. Antyll. ap. Orib.9.24.4, Olymp.in Mete.307.1.
German (Pape)
[Seite 127] unbefleckt, Sp. Bei Galen. auch: nicht schmutzend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμόλυντος: -ον, (μολύνω) = ἀμίαντος, Ἑβδ., Ξεν. Ἐφεσ. 2. 9, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 167, ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ μὴ μολύνων, μὴ καταλείπων σημεῖόν τι ἢ κηλῖδα, Γαλην., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν.
Spanish (DGE)
-ον
I 1act. no manchadizo, que no deja mancha τὸ δὲ πηγνύμενον ἀμόλυντόν ἐστι Olymp.in Mete.307.1.
2 tb. act., de emplastos y otras sustancias que no deja mancha, que no se pega, solidificado κίνει ἄχρις ἀμολύντου Crito en Gal.12.487, ἀμόλυντα εἶναι καὶ μὴ περιρρεῖν Antyll. en Orib.9.24.4, ἕψε ἔλαιον ... ἕως ἀμόλυντον γένηται Philum.Ven.10.8.
3 pas. no manchado, limpio ὀφθαλμὸς ἀπαθὴς καὶ ἀ. Clem.Al.Strom.6.15.119
•subst. τὸ ἀ. limpieza, higiene (en el comer), Muson.Fr.18B.
II fig. de pers. y abstr. puro, inmaculado θυγατρὶ παρθένῳ ἀμολύντῳ γλυκυτάτῃ IG 14.264 (Agrigento), φυλάξειν ἀμόλυντον (τὴν κόρην) X.Eph.2.9.4
•de abstr. πνεῦμα LXX Sap.7.22, κάθαρσις Arr.Epict.4.11.8, φύσις Gr.Nyss.M.44.1144A
•c. gen. κακίης ἀμόλυντος ... λογισμός razonamiento limpio de maldad Heliod. en Gal.14.145.
III adv. -ως sin mancha ἀ. ἐνεργούμενα ... ἔργα Cyr.Al.M.69.824C.