βᾶ: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾶ''': συντετμημένον ἀντὶ βασιλεῦ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 892, Βαλκ. Ἡρόδ. 4. 59. Ἀδων. σ. 383· οὕτω μᾶ, δῶ ἀντὶ [[μάτηρ]], [[δῶμα]], πρβλ. Λοβ. Παραλ. σ. 78. Ὀνομαστική τις Βᾶς ἀπαντᾷ παρὰ Μέμν. ἐν Φωτ. Βιβλ. 228, πρβλ. Α. Β. 1181. ΙΙ. [[ἐπιφώνημα]], μπᾶ! Ἕρμιππ. Δημ. 9. | |lstext='''βᾶ''': συντετμημένον ἀντὶ βασιλεῦ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 892, Βαλκ. Ἡρόδ. 4. 59. Ἀδων. σ. 383· οὕτω μᾶ, δῶ ἀντὶ [[μάτηρ]], [[δῶμα]], πρβλ. Λοβ. Παραλ. σ. 78. Ὀνομαστική τις Βᾶς ἀπαντᾷ παρὰ Μέμν. ἐν Φωτ. Βιβλ. 228, πρβλ. Α. Β. 1181. ΙΙ. [[ἐπιφώνημα]], μπᾶ! Ἕρμιππ. Δημ. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pê par réduction de</i> βασιλεῦ, ô roi !.<br />'''Étymologie:''' DELG abréviation de [[πατήρ]] dans les scholies. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
shortd. form of βασιλεῦ,
A king! A.Supp.892 (lyr.). II an exclam. baa! (with ref. to the baaing of a lamb), Hermipp.19.
German (Pape)
[Seite 422] Interjection, bah! Hermipp. bei Eust. zu Il. 11, 438; cf. B. A. 438. (voc. von βᾶς, vgl. πᾶ), alte kurze Form für βασιλεῦ, o König! Aesch. Suppl. 869. 878.
Greek (Liddell-Scott)
βᾶ: συντετμημένον ἀντὶ βασιλεῦ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 892, Βαλκ. Ἡρόδ. 4. 59. Ἀδων. σ. 383· οὕτω μᾶ, δῶ ἀντὶ μάτηρ, δῶμα, πρβλ. Λοβ. Παραλ. σ. 78. Ὀνομαστική τις Βᾶς ἀπαντᾷ παρὰ Μέμν. ἐν Φωτ. Βιβλ. 228, πρβλ. Α. Β. 1181. ΙΙ. ἐπιφώνημα, μπᾶ! Ἕρμιππ. Δημ. 9.
French (Bailly abrégé)
pê par réduction de βασιλεῦ, ô roi !.
Étymologie: DELG abréviation de πατήρ dans les scholies.