μονόζωνος: Difference between revisions

25
(6_16)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόζωνος''': -ον, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος [[στρατιώτης]], Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 30). ― Καθόλου, [[εὔζωνος]], [[ἀκροβολιστής]], Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ε΄, 2), κτλ. ΙΙ. ὁ ὁδοιπορῶν [[μόνος]], ἴδε Ruhnk. Ep. Cr. σ. 286, ὡς τὸ [[μονόζωστος]], [[οἰόζωνος]].
|lstext='''μονόζωνος''': -ον, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος [[στρατιώτης]], Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 30). ― Καθόλου, [[εὔζωνος]], [[ἀκροβολιστής]], Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ε΄, 2), κτλ. ΙΙ. ὁ ὁδοιπορῶν [[μόνος]], ἴδε Ruhnk. Ep. Cr. σ. 286, ὡς τὸ [[μονόζωστος]], [[οἰόζωνος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μονόζωνος]], -ον (ΑΜ)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.)<br /><b>1.</b> αυτός που [[φορά]] μία μόνο [[ζώνη]]<br /><b>2.</b> (για στρατιώτη) αυτός που [[είναι]] [[ελαφρά]] οπλισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ταξιδεύει [[μόνος]] του<br /><b>2.</b> [[ακροβολιστής]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «οἵ ἔφοδοι βάρβαροι ἢ ἀπελάται μάχιμοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>ζωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>ζωνος</i>].
}}
}}