καταπειλέω: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾰπειλέω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[ἀπειλέω]], κ. ἔπη, μεταχειρίζομαι ἀπειλητικοὺς λόγους, Σοφ. Ο. Κ. 659·- Παθ., ἀκραιφνεῖς τῶν κατηπειλημένων, ἀβλαβεῖς ἐκ τῶν ἐκτοξευθεισῶν ἀπειλῶν ἢ ἐκείνων ἅτινα ἠπειλήθησαν κατ’ αὐτῶν, [[αὐτόθι]] 1147·- Μέσ., τινά τινι, [[φοβερίζω]] τινὰ μέ τι, ὅσα με κατηπειλεῖτο καὶ χειρὶ καὶ γλώσσῃ Εὐμάθ. σ. 309.
|lstext='''κατᾰπειλέω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[ἀπειλέω]], κ. ἔπη, μεταχειρίζομαι ἀπειλητικοὺς λόγους, Σοφ. Ο. Κ. 659·- Παθ., ἀκραιφνεῖς τῶν κατηπειλημένων, ἀβλαβεῖς ἐκ τῶν ἐκτοξευθεισῶν ἀπειλῶν ἢ ἐκείνων ἅτινα ἠπειλήθησαν κατ’ αὐτῶν, [[αὐτόθι]] 1147·- Μέσ., τινά τινι, [[φοβερίζω]] τινὰ μέ τι, ὅσα με κατηπειλεῖτο καὶ χειρὶ καὶ γλώσσῃ Εὐμάθ. σ. 309.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />menacer, prononcer avec menace (des paroles, un ordre, <i>etc.</i>) acc. ; τὰ κατηπειλημένα SOPH les menaces.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀπειλέω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰπειλέω Medium diacritics: καταπειλέω Low diacritics: καταπειλέω Capitals: ΚΑΤΑΠΕΙΛΕΩ
Transliteration A: katapeiléō Transliteration B: katapeileō Transliteration C: katapeileo Beta Code: katapeile/w

English (LSJ)

strengthd. for ἀπειλέω, κ. ἔπη

   A use threatening words, S.OC659; ἀκραιφνεῖς τῶν κατηπειλημένων by the threats uttered, ib. 1147.

German (Pape)

[Seite 1368] dagegen drohen, bedrohen; ἔπη, Drohworte ausstoßen, Soph. O. C. 665; τὰ κατηπειλημένα 1149; Sp., wie Eumath., auch im med.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰπειλέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀπειλέω, κ. ἔπη, μεταχειρίζομαι ἀπειλητικοὺς λόγους, Σοφ. Ο. Κ. 659·- Παθ., ἀκραιφνεῖς τῶν κατηπειλημένων, ἀβλαβεῖς ἐκ τῶν ἐκτοξευθεισῶν ἀπειλῶν ἢ ἐκείνων ἅτινα ἠπειλήθησαν κατ’ αὐτῶν, αὐτόθι 1147·- Μέσ., τινά τινι, φοβερίζω τινὰ μέ τι, ὅσα με κατηπειλεῖτο καὶ χειρὶ καὶ γλώσσῃ Εὐμάθ. σ. 309.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
menacer, prononcer avec menace (des paroles, un ordre, etc.) acc. ; τὰ κατηπειλημένα SOPH les menaces.
Étymologie: κατά, ἀπειλέω.