χιτωνίσκος: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῐτωνίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[χιτών]], βραχὺς [[χιτών]], ([[ὑπὲρ]] γονάτων Ξεν. Ἀν. 5. 4, 13), ἦτο δὲ ἀνδρικὸν [[ἔνδυμα]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 946, 955, Λυσίας 117. 6, κλπ.· [[μετὰ]] ζώνης, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὥστε]] με .. [[θοἰμάτιον]] προέσθαι, καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν τῷ χ. γενέσθαι Δημ. 583. 21, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 386C· - σπανιώτερον ἐπὶ γυναικῶν, Δημ. 403. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13, 23, κ. ἀλλ.· σχιστὸν χ. Ἀπολλόδωρ. ἐν «Συνεφήβοις» 1. | |lstext='''χῐτωνίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[χιτών]], βραχὺς [[χιτών]], ([[ὑπὲρ]] γονάτων Ξεν. Ἀν. 5. 4, 13), ἦτο δὲ ἀνδρικὸν [[ἔνδυμα]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 946, 955, Λυσίας 117. 6, κλπ.· [[μετὰ]] ζώνης, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὥστε]] με .. [[θοἰμάτιον]] προέσθαι, καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν τῷ χ. γενέσθαι Δημ. 583. 21, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 386C· - σπανιώτερον ἐπὶ γυναικῶν, Δημ. 403. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13, 23, κ. ἀλλ.· σχιστὸν χ. Ἀπολλόδωρ. ἐν «Συνεφήβοις» 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />petite tunique courte pour les hommes.<br />'''Étymologie:''' [[χιτών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ ( κιθωνίσκος ib.1523.18), Dim. of χιτών,
A short frock (ὑπὲρ γονάτων X.An.5.4.13), worn by men, Ar.Av.946, Lys.10.10, Phld.Ir.p.39W., etc.; with a girdle, Pl.Hp.Mi.368c; ὥστε με . . θοἰμάτιον προέσθαι καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν τῷ χ. γενέσθαι D.21.216, cf. Pl.Hp.Mi. 368c: less freq. of women, shift, D.19.197, IG22.1514.12, al.; σχιστὸς χ. Apollod.Com.12. II coat of an abscess, Archig. ap. Aët.8.76.
German (Pape)
[Seite 1357] ὁ, dim. von χιτών; Ar. Av. 946. 955; γυμνὸς ἢ χιτωνίσκον ἔχων Plat. Legg. XII, 954 a; Lys. 10, 16; Folgde; Pol. 3, 114, 4; Plut. Num. 13.
Greek (Liddell-Scott)
χῐτωνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ χιτών, βραχὺς χιτών, (ὑπὲρ γονάτων Ξεν. Ἀν. 5. 4, 13), ἦτο δὲ ἀνδρικὸν ἔνδυμα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 946, 955, Λυσίας 117. 6, κλπ.· μετὰ ζώνης, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὥστε με .. θοἰμάτιον προέσθαι, καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν τῷ χ. γενέσθαι Δημ. 583. 21, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 386C· - σπανιώτερον ἐπὶ γυναικῶν, Δημ. 403. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13, 23, κ. ἀλλ.· σχιστὸν χ. Ἀπολλόδωρ. ἐν «Συνεφήβοις» 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
petite tunique courte pour les hommes.
Étymologie: χιτών.