λύκειος: Difference between revisions

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λύκειος''': [ῠ], -ον, Σοφ. Ἠλ. 7, Εὐρ. Ρῆσ. 208˙ α, ον ἐν Πολυβ. 6. 22, 3˙ - ὁ ἀνήκων εἰς λύκον ἢ ἐκ λύκου, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. ΙΙ. Λύκειος, ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, [[ἤτοι]] ὡς λυκοκτόνου (ὃ ἴδε), ἢ ὡς τοῦ ἐκ Λυκίας θεοῦ (ἴδε [[Λυκηγενής]], Λύκιος), ἢ (ἐκ τοῦ *[[λύκη]]) ὡς τοῦ θεοῦ τοῦ φωτός, ἴδε Ο. Müller Dor. 2. 6, § 8˙ Λύκει’ Ἄπολλον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1257˙ εὐμενὴς δ’ ὁ Λ. ἔστω ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 686˙ ἐν Θήβ. 145, ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τῆς λέξεως ἐν τῷ ἑξῆς χωρίῳ, Λύκει’ [[ἄναξ]], [[λύκειος]] γενοῦ στρατῷ δαΐῳ, γενοῦ ὡς [[λύκος]] εἰς τὸν ἐχθρικὸν στρατόν˙ [[προσέτι]], τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ ἀγορὰ Λύκειος (ἡ ἀγορὰ αὕτη ἦτο [[τόπος]] ἀνοικτὸς ἐν Ἄργει πλησίον τοῦ ναοῦ τοῦ Λυκείου Ἀπόλλωνος), Σοφ. Ἠλ. 7˙ πρβλ. [[Λύκειον]]. ΙΙΙ. [[λύκειος]], ὁ, μὴν ἐν Χαλείῳ, ἀντιστοιχῶν τῷ ἐν Δελφοῖς Βυσίῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν ἐν Bull. d. cor. hell. V. σ. 429.
|lstext='''λύκειος''': [ῠ], -ον, Σοφ. Ἠλ. 7, Εὐρ. Ρῆσ. 208˙ α, ον ἐν Πολυβ. 6. 22, 3˙ - ὁ ἀνήκων εἰς λύκον ἢ ἐκ λύκου, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. ΙΙ. Λύκειος, ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, [[ἤτοι]] ὡς λυκοκτόνου (ὃ ἴδε), ἢ ὡς τοῦ ἐκ Λυκίας θεοῦ (ἴδε [[Λυκηγενής]], Λύκιος), ἢ (ἐκ τοῦ *[[λύκη]]) ὡς τοῦ θεοῦ τοῦ φωτός, ἴδε Ο. Müller Dor. 2. 6, § 8˙ Λύκει’ Ἄπολλον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1257˙ εὐμενὴς δ’ ὁ Λ. ἔστω ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 686˙ ἐν Θήβ. 145, ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τῆς λέξεως ἐν τῷ ἑξῆς χωρίῳ, Λύκει’ [[ἄναξ]], [[λύκειος]] γενοῦ στρατῷ δαΐῳ, γενοῦ ὡς [[λύκος]] εἰς τὸν ἐχθρικὸν στρατόν˙ [[προσέτι]], τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ ἀγορὰ Λύκειος (ἡ ἀγορὰ αὕτη ἦτο [[τόπος]] ἀνοικτὸς ἐν Ἄργει πλησίον τοῦ ναοῦ τοῦ Λυκείου Ἀπόλλωνος), Σοφ. Ἠλ. 7˙ πρβλ. [[Λύκειον]]. ΙΙΙ. [[λύκειος]], ὁ, μὴν ἐν Χαλείῳ, ἀντιστοιχῶν τῷ ἐν Δελφοῖς Βυσίῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν ἐν Bull. d. cor. hell. V. σ. 429.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> comme un loup;<br /><b>2</b> de loup ; ἡ λυκεία casque en peau de loup.<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύκειος Medium diacritics: λύκειος Low diacritics: λύκειος Capitals: ΛΥΚΕΙΟΣ
Transliteration A: lýkeios Transliteration B: lykeios Transliteration C: lykeios Beta Code: lu/keios

English (LSJ)

[ῠ], ον, S.El.7, E.Rh.208 (but λυκεία (q. v.) as Subst. in Plb.):—

   A of or belonging to a wolf, δορά E.l.c., etc.    II Λύκειος (written Λύκηος Milet.1(7) No.282 (i B.C.)), epith. of Apollo, either as λυκοκτόνος (q. v.), or as the Lycian god (v. Λυκηγενής, Λύκιος), or (fr. Λύκη) as the god of light: Λύκει' Ἄπολλον A.Ag.1257; εὐμενὴς δ' ὁ Λ. ἔστω Id.Supp.686 (lyr.); in Id.Th.145 (lyr.) there is a play upon the doubtful meanings, Λύκει' ἄναξ, λύκειος γενοῦ στρατῷ δαΐῳ, Lycean lord, be a very wolf to the enemy; so τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ ἀγορὰ Λύκειος (this ἀγορά being an open place in Argos near the temple of Apollo Λύκειος) S.l.c.; cf. Λύκειον.    III epith. of Pan, IG5(2).93 (Tegea).    IV Λύκειος, ὁ (sc. μήν), a month at Epidaurus Limera, ib.(1).932; Λύκεος, at Lamia (Thess.), ib.9(2).75.18, etc.

German (Pape)

[Seite 68] auch 2 Endgn, wölfisch, vom Wolfe; δορά, Eur. Rhes. 208; φάρυγξ, Bahr. 94, 8. – Auch Beiwort des Apollo als Wolfstödter od. Schutzgott von Lycien. S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

λύκειος: [ῠ], -ον, Σοφ. Ἠλ. 7, Εὐρ. Ρῆσ. 208˙ α, ον ἐν Πολυβ. 6. 22, 3˙ - ὁ ἀνήκων εἰς λύκον ἢ ἐκ λύκου, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. ΙΙ. Λύκειος, ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, ἤτοι ὡς λυκοκτόνου (ὃ ἴδε), ἢ ὡς τοῦ ἐκ Λυκίας θεοῦ (ἴδε Λυκηγενής, Λύκιος), ἢ (ἐκ τοῦ *λύκη) ὡς τοῦ θεοῦ τοῦ φωτός, ἴδε Ο. Müller Dor. 2. 6, § 8˙ Λύκει’ Ἄπολλον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1257˙ εὐμενὴς δ’ ὁ Λ. ἔστω ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 686˙ ἐν Θήβ. 145, ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τῆς λέξεως ἐν τῷ ἑξῆς χωρίῳ, Λύκει’ ἄναξ, λύκειος γενοῦ στρατῷ δαΐῳ, γενοῦ ὡς λύκος εἰς τὸν ἐχθρικὸν στρατόν˙ προσέτι, τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ ἀγορὰ Λύκειος (ἡ ἀγορὰ αὕτη ἦτο τόπος ἀνοικτὸς ἐν Ἄργει πλησίον τοῦ ναοῦ τοῦ Λυκείου Ἀπόλλωνος), Σοφ. Ἠλ. 7˙ πρβλ. Λύκειον. ΙΙΙ. λύκειος, ὁ, μὴν ἐν Χαλείῳ, ἀντιστοιχῶν τῷ ἐν Δελφοῖς Βυσίῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν ἐν Bull. d. cor. hell. V. σ. 429.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
1 comme un loup;
2 de loup ; ἡ λυκεία casque en peau de loup.
Étymologie: λύκος.