ἁρμοστικός: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(6_10) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁρμοστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] εἰς τὸ ἁρμόζεσθαι, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 34, 33. 2) ἁρμόζων, «ἐγκώμια ... ἀρμοστικώτατα» Χρον. Πασχ. σ. 2Α. | |lstext='''ἁρμοστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] εἰς τὸ ἁρμόζεσθαι, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 34, 33. 2) ἁρμόζων, «ἐγκώμια ... ἀρμοστικώτατα» Χρον. Πασχ. σ. 2Α. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[adaptable]] πᾶσα ψυχή <i>Theol.Ar</i>.34 (cód.), [[ἐνέργεια]] Procl.<i>in Ti</i>.2.216.22, cf. 1.358.15.<br /><b class="num">2</b> lat. <i>sponsalis</i>, <i>Gloss</i>.2.245. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fitted for joining, v.l. for ἁρμονικός, Theol.Ar.34.
German (Pape)
[Seite 356] zur Verbindung gehörig.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμοστικός: -ή, -όν, κατάλληλος εἰς τὸ ἁρμόζεσθαι, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 34, 33. 2) ἁρμόζων, «ἐγκώμια ... ἀρμοστικώτατα» Χρον. Πασχ. σ. 2Α.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 adaptable πᾶσα ψυχή Theol.Ar.34 (cód.), ἐνέργεια Procl.in Ti.2.216.22, cf. 1.358.15.
2 lat. sponsalis, Gloss.2.245.