σπονδεῖος: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπονδεῖος''': -α, -ον, ὁ ἐν χρήσει κατὰ τὴν σπονδήν, [[αὔλημα]], [[μέλος]] Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 22, [[Πολυδ]]. Δ΄, 79, κτλ. ΙΙ. [[σπονδεῖος]] (ἐξυπακ. [[πούς]]), ὁ, ἐν τῇ μετρικῇ, ποὺς συνιστάμενος ἐκ δύο μακρῶν συλλαβῶν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17. Πλούτ. 2. 1135Α, κτλ.· - ἐκλήθη δὲ [[οὕτως]], [[ἐπειδὴ]] τοιοῦτο [[μέτρον]] ἥρμοζεν εἰς τὰς ἀργὰς καὶ σοβαρὰς μελῳδίας, ὧν [[χρῆσις]] ἐγίνετο ἐν ταῖς σπονδαῖς. | |lstext='''σπονδεῖος''': -α, -ον, ὁ ἐν χρήσει κατὰ τὴν σπονδήν, [[αὔλημα]], [[μέλος]] Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 22, [[Πολυδ]]. Δ΄, 79, κτλ. ΙΙ. [[σπονδεῖος]] (ἐξυπακ. [[πούς]]), ὁ, ἐν τῇ μετρικῇ, ποὺς συνιστάμενος ἐκ δύο μακρῶν συλλαβῶν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17. Πλούτ. 2. 1135Α, κτλ.· - ἐκλήθη δὲ [[οὕτως]], [[ἐπειδὴ]] τοιοῦτο [[μέτρον]] ἥρμοζεν εἰς τὰς ἀργὰς καὶ σοβαρὰς μελῳδίας, ὧν [[χρῆσις]] ἐγίνετο ἐν ταῖς σπονδαῖς. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qui concerne les libations ; [[σπονδεῖος]] [[πούς]] <i>ou subst.</i> ὁ [[σπονδεῖος]] spondée, <i>pied de deux syllabes longues, rythme lent en usage dans les chants de libations</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σπονδή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A used at a libation, αὔλημα, μέλος, D.H.Dem.22, Poll.4.79, etc.; ὁ σ. (sc. νόμος) a piece of music used at libations, Plu.2.11 35a. II σπονδεῖος (sc. πούς), ὁ, in metre, spondee, foot consisting of two long syllables used in melodies accompanying σπονδαί, D.H.Comp.17, Heph.3.1, etc. 2 metaph. of the pulse διὰ ἴσου, Ruf.Syn.Puls.4.
German (Pape)
[Seite 923] zur σπονδή, zur Opferspende od. zum Opfertranke gehörig; Ζεὺς σπ., der Aufseher über die σπονδαί; μέλος, αὔλημα, Sext. Emp. adv. mus. 8 u. Poll. 4, 73. 79, die bei Libationen übliche Musik; πούς, der aus zwei langen Sylben bestehende Versfuß, weil man bei Libationen eine feierliche, langsame Melodie liebte, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
σπονδεῖος: -α, -ον, ὁ ἐν χρήσει κατὰ τὴν σπονδήν, αὔλημα, μέλος Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 22, Πολυδ. Δ΄, 79, κτλ. ΙΙ. σπονδεῖος (ἐξυπακ. πούς), ὁ, ἐν τῇ μετρικῇ, ποὺς συνιστάμενος ἐκ δύο μακρῶν συλλαβῶν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17. Πλούτ. 2. 1135Α, κτλ.· - ἐκλήθη δὲ οὕτως, ἐπειδὴ τοιοῦτο μέτρον ἥρμοζεν εἰς τὰς ἀργὰς καὶ σοβαρὰς μελῳδίας, ὧν χρῆσις ἐγίνετο ἐν ταῖς σπονδαῖς.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les libations ; σπονδεῖος πούς ou subst. ὁ σπονδεῖος spondée, pied de deux syllabes longues, rythme lent en usage dans les chants de libations.
Étymologie: σπονδή.