συνθέτης: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(6_19) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνθέτης''': -ου, ὁ, ὁ συντιθείς, [[συγγραφεύς]], Πλάτ. Νόμ. 722Ε· σ. ὀνομάτων Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 36· σ. λόγων, [[πεζογράφος]], ὡς τὸ [[συγγραφεύς]], ἀντίθετον τῷ [[ποιητής]], Παυσ. 10. 26, 1. | |lstext='''συνθέτης''': -ου, ὁ, ὁ συντιθείς, [[συγγραφεύς]], Πλάτ. Νόμ. 722Ε· σ. ὀνομάτων Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 36· σ. λόγων, [[πεζογράφος]], ὡς τὸ [[συγγραφεύς]], ἀντίθετον τῷ [[ποιητής]], Παυσ. 10. 26, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. συνθέτρια Ν [[συντίθημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μουσουργός]]<br /><b>2.</b> [[στοιχειοθέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγγραφέας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συνθέτης]] λόγων» — ο [[πεζογράφος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ποιητή («οὐκ [[οἶδα]] [[οὔτε]] ποιητὴν [[οὔτε]] ὅσοι λόγων συνθέται», <b>Παυσ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A composer, writer, Pl.Lg.722e, Gal.18(2).778; καλῶν ποιημάτων Phld.Po.5.35; σ. ὀνομάτων, etc., D.H.Dem.36; σ. λόγων a prose-writer, like συγγραφεύς, opp. ποιητής, Paus.10.26.1.
Greek (Liddell-Scott)
συνθέτης: -ου, ὁ, ὁ συντιθείς, συγγραφεύς, Πλάτ. Νόμ. 722Ε· σ. ὀνομάτων Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 36· σ. λόγων, πεζογράφος, ὡς τὸ συγγραφεύς, ἀντίθετον τῷ ποιητής, Παυσ. 10. 26, 1.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, θηλ. συνθέτρια Ν συντίθημι
νεοελλ.
1. μουσουργός
2. στοιχειοθέτης
αρχ.
1. συγγραφέας
2. φρ. «συνθέτης λόγων» — ο πεζογράφος, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («οὐκ οἶδα οὔτε ποιητὴν οὔτε ὅσοι λόγων συνθέται», Παυσ.).