μύρισμα: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(6_21) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύρισμα''': τό, [[μύρον]], ὡς τὸ [[μύρωμα]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 177. | |lstext='''μύρισμα''': τό, [[μύρον]], ὡς τὸ [[μύρωμα]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 177. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (ΑΜ [[μύρισμα]]) [[μυρίζω]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[μυρίζω]], το να μυρίζει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[οσμή]], ευωδιά, [[μυρωδιά]]<br /><b>3.</b> αρωματική [[ουσία]], [[άρωμα]], [[μύρο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ευωδιαστό [[άνθος]]<br /><b>2.</b> άσχημη [[μυρωδιά]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μυρίσματα</i><br />τα μυρωδικά<br />(μσν. -αρχ.) αρωματική [[αλοιφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επάλειψη]] με [[μύρο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A ointment, ibid. (pl.), Cat.Cod.Astr.8(1).249 (pl.).
German (Pape)
[Seite 220] τό, die aufgetragene Salbe, Poll. 7, 177.
Greek (Liddell-Scott)
μύρισμα: τό, μύρον, ὡς τὸ μύρωμα, Πολυδ. Ζ΄, 177.
Greek Monolingual
το (ΑΜ μύρισμα) μυρίζω
(νεοελλ.-μσν.)
1. η ενέργεια του μυρίζω, το να μυρίζει κανείς
2. οσμή, ευωδιά, μυρωδιά
3. αρωματική ουσία, άρωμα, μύρο
μσν.
1. ευωδιαστό άνθος
2. άσχημη μυρωδιά
3. στον πληθ. τὰ μυρίσματα
τα μυρωδικά
(μσν. -αρχ.) αρωματική αλοιφή
αρχ.
επάλειψη με μύρο.