ὑπέρβασις: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρβᾰσις''': -εως, ἡ, τὸ ὑπερβαίνειν, διέρχεσθαι [[ὑπεράνω]], Κλήμ. Ἀλεξ. 854· - διάβασις ὀρέων, Στράβ. 209· διάβασις [[ὑπεράνω]] τινός, [[ὑπεράνω]] ἐρήμου, ὁ αὐτ. 759. 2) ἐπὶ μεταστάσεως ἄρθρου τοῦ δακτύλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839. ΙΙ. μεταφορ., [[παράβασις]], [[ἁμάρτημα]], Θέογνις 1247. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑπέρβασις]], [[ἀδικία]]. [[κόρος]]. [[ἁμαρτία]]. [[ὑπερηφανία]]. [[παράβασις]] ὅρκων». ΙΙΙ. ἐνεργ. = [[ὑπερβίβασις]] (εἰ μὴ αὐτὸ τοῦτο [[ἀναγνωστέον]]), Πολύβ. 4. 19, 8.
|lstext='''ὑπέρβᾰσις''': -εως, ἡ, τὸ ὑπερβαίνειν, διέρχεσθαι [[ὑπεράνω]], Κλήμ. Ἀλεξ. 854· - διάβασις ὀρέων, Στράβ. 209· διάβασις [[ὑπεράνω]] τινός, [[ὑπεράνω]] ἐρήμου, ὁ αὐτ. 759. 2) ἐπὶ μεταστάσεως ἄρθρου τοῦ δακτύλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839. ΙΙ. μεταφορ., [[παράβασις]], [[ἁμάρτημα]], Θέογνις 1247. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑπέρβασις]], [[ἀδικία]]. [[κόρος]]. [[ἁμαρτία]]. [[ὑπερηφανία]]. [[παράβασις]] ὅρκων». ΙΙΙ. ἐνεργ. = [[ὑπερβίβασις]] (εἰ μὴ αὐτὸ τοῦτο [[ἀναγνωστέον]]), Πολύβ. 4. 19, 8.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de passer par-dessus <i>ou</i> au delà :<br /><b>1</b> lieu qu’on franchit, passage de montagne, de rivière, col, gué;<br /><b>2</b> dislocation d’un membre;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> transgression;<br /><b>II. 1</b> action de faire passer, de transporter;<br /><b>2</b> action d’intervenir ; <i>t. de rhét.</i> hyperbate.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρβᾰσις Medium diacritics: ὑπέρβασις Low diacritics: υπέρβασις Capitals: ΥΠΕΡΒΑΣΙΣ
Transliteration A: hypérbasis Transliteration B: hyperbasis Transliteration C: ypervasis Beta Code: u(pe/rbasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a passing over, ὄρη μόλις ἁμάξῃ μιᾷ καὶ ὀρικῷ ζεύγει τὴν ὑ. βιαζομένοις ξυγχωροῦντα Jul.Or.2.72a; a pass over mountains, Str.4.6.12; passage over a desert, Id.16.2.30.    2 overstepping, of a dislocated joint, Hp.Art.80.    3 καθ' ὑπέρβασιν, of bandaging which gives the appearance of winglets, Gal.18(1).790.    4 'jumping over' an intervening space, Phld.D.3.9.    II metaph., transgression, Thgn.1247.    III Act., = ὑπερβίβασις (nisi hoc legend.), transport across (the Isthmus), τῶν λέμβων Plb.4.19.8.    2 Rhet., transposition, Suid. s.v. Γοργίας (pl.).

German (Pape)

[Seite 1192] εως, ἡ, das Ueberschreiten, bes. die Uebertretung eines Gesetzes. – Bei den Gramm. = ὑπέρβατον. – Bei Pol. 4, 19, 8 erkl. man es = ὑπερβίβασις.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρβᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ὑπερβαίνειν, διέρχεσθαι ὑπεράνω, Κλήμ. Ἀλεξ. 854· - διάβασις ὀρέων, Στράβ. 209· διάβασις ὑπεράνω τινός, ὑπεράνω ἐρήμου, ὁ αὐτ. 759. 2) ἐπὶ μεταστάσεως ἄρθρου τοῦ δακτύλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839. ΙΙ. μεταφορ., παράβασις, ἁμάρτημα, Θέογνις 1247. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρβασις, ἀδικία. κόρος. ἁμαρτία. ὑπερηφανία. παράβασις ὅρκων». ΙΙΙ. ἐνεργ. = ὑπερβίβασις (εἰ μὴ αὐτὸ τοῦτο ἀναγνωστέον), Πολύβ. 4. 19, 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de passer par-dessus ou au delà :
1 lieu qu’on franchit, passage de montagne, de rivière, col, gué;
2 dislocation d’un membre;
3 fig. transgression;
II. 1 action de faire passer, de transporter;
2 action d’intervenir ; t. de rhét. hyperbate.
Étymologie: ὑπερβαίνω.