ἡμιτριβής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμιτρῐβής''': -ές, ([[τρίβω]]) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐφθαρμένος, τετριμμένος, [[ῥάκος]], Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 729. | |lstext='''ἡμιτρῐβής''': -ές, ([[τρίβω]]) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐφθαρμένος, τετριμμένος, [[ῥάκος]], Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 729. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[ἡμιτριβής]], -ές)<br />(για ρούχα) [[κατά]] το ήμισυ εφθαρμένος, μισολειωμένος, μισοτριμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>τριβής</i>, <i>εν</i>-<i>τριβής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (τρίβω)
A half worn out, χλαμύς PCair.Zen.92.5 (iii B.C.), cf. CPR27.8 (ii A.D.), Sch.Ar.Pl.729. II blunt, ξοΐς BCH35.43 (Delos); λείστριον ib. 8.323 (ibid.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιτρῐβής: -ές, (τρίβω) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐφθαρμένος, τετριμμένος, ῥάκος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 729.
Greek Monolingual
-ές (Α ἡμιτριβής, -ές)
(για ρούχα) κατά το ήμισυ εφθαρμένος, μισολειωμένος, μισοτριμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. α-τριβής, εν-τριβής].