ῥάκτρια: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(6_9) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥάκτρια''': ἡ, (ῥακτὸς) [[ῥάβδος]] δι’ ἧς κτυποῦσι τὰ ἐλαιόδενδρα [[ὅπως]] πέσῃ ὁ [[καρπὸς]] [[κάτω]], ὡς πράττουσι καὶ νῦν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 146, Ι΄, 130· ῥάκτιον, τό, [[εἶναι]] ἀμφίβολ. παρὰ Φωτ. καὶ Ἡσύχ. | |lstext='''ῥάκτρια''': ἡ, (ῥακτὸς) [[ῥάβδος]] δι’ ἧς κτυποῦσι τὰ ἐλαιόδενδρα [[ὅπως]] πέσῃ ὁ [[καρπὸς]] [[κάτω]], ὡς πράττουσι καὶ νῦν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 146, Ι΄, 130· ῥάκτιον, τό, [[εἶναι]] ἀμφίβολ. παρὰ Φωτ. καὶ Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[ραβδί]] για το [[ράβδισμα]] καρποφόρων δέντρων και [[κυρίως]] της [[ελιάς]], [[ραβδιστήρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάσσω]] «[[χτυπώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρια</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τινάκ</i>-<i>τρια</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A pole for beating fruit-trees, esp. olives, with, Poll.7.146, 10.130: ῥάκτριον, τό, is dub. in Hsch. and Phot.
German (Pape)
[Seite 833] ἡ, Stange, Oliven u. anderes Obst damit abzuschlagen, Poll. 7, 146. 10, 130. Auch bei Phot. u. Hesych. ist ῥάκτρια nicht als neutr. plur. zu nehmen.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάκτρια: ἡ, (ῥακτὸς) ῥάβδος δι’ ἧς κτυποῦσι τὰ ἐλαιόδενδρα ὅπως πέσῃ ὁ καρπὸς κάτω, ὡς πράττουσι καὶ νῦν, Πολυδ. Ζ΄, 146, Ι΄, 130· ῥάκτιον, τό, εἶναι ἀμφίβολ. παρὰ Φωτ. καὶ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ραβδί για το ράβδισμα καρποφόρων δέντρων και κυρίως της ελιάς, ραβδιστήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάσσω «χτυπώ» + κατάλ. -τρια (πρβλ. τινάκ-τρια)].