σωματικός: Difference between revisions
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωμᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[σῶμα]], Λατ. corporeus ἀντίθετον τῷ [[ψυχικός]], ἔργα Ἀριστ. Ἡθικ. Νικ. 1. 12. 6· [[πάθη]] [[αὐτόθι]] 10. 3, 6· ἡδοναὶ [[αὐτόθι]] 2. 3, 1· τὰ σωματικὰ αὐτόθ. 7. 9, 5. 2) [[σωματικός]], [[ὑλικός]], ἀντίθετον τῷ [[ἀσώματος]], Τίμ. Λοκρ. 96Α, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 14, Φυσ. 4. 7, 3, κ. ἀλλ. -Συγκρ. -ώτερος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 14, 3· ὑπερθετ. -ώτατος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 37. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐπιστ. πρ. Κολοσσ. β΄, 9, Πλούτ. 2. 424D· συγκρ. -ώτερον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 7. | |lstext='''σωμᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[σῶμα]], Λατ. corporeus ἀντίθετον τῷ [[ψυχικός]], ἔργα Ἀριστ. Ἡθικ. Νικ. 1. 12. 6· [[πάθη]] [[αὐτόθι]] 10. 3, 6· ἡδοναὶ [[αὐτόθι]] 2. 3, 1· τὰ σωματικὰ αὐτόθ. 7. 9, 5. 2) [[σωματικός]], [[ὑλικός]], ἀντίθετον τῷ [[ἀσώματος]], Τίμ. Λοκρ. 96Α, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 14, Φυσ. 4. 7, 3, κ. ἀλλ. -Συγκρ. -ώτερος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 14, 3· ὑπερθετ. -ώτατος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 37. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐπιστ. πρ. Κολοσσ. β΄, 9, Πλούτ. 2. 424D· συγκρ. -ώτερον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le corps, corporel.<br />'''Étymologie:''' [[σῶμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the body, bodily, opp. ψυχικός, ἔργα Arist.EN1101b33; πάθη ib. 1173b9; ἡδοναί ib.1104b5; τὰ σ. ἡδέα ib.1152a5; πόνοι SIG708.11 (Istropolis, ii B.C.); ἐργασίαι PFay.21.10 (ii A.D.); ἀσθένεια BGU 1773.13 (i B.C.), PFlor.51.5 (ii A.D.). 2 bodily, corporeal, opp. ἀσώματος, Arist. de An.404b31, cf. Metaph.987a4, Ph.214a12, Ti. Locr.96a; σ. ἐποίησαν τὰ δώδεκα ζῴδια κατὰ τὰ μέλη τοῦ ἀνθρώπου gave somatic application (cf. μελοθεσία 1.1) to . ., Rhetor.in Cat. Cod.Astr.1.143: Comp. -ώτερος Thphr.CP1.14.3: Sup. σωμᾰτ-ώτατος Id.Sens.37. Adv. -κῶς corporeally, Ph.1.484, Ep.Col.2.9, Plu.2.424e; ἀργυρικῶς ἢ σ. κολασθήσεται OGI664.17 (Egypt, iii A.D.): Astrol. -κῶς, opp. 'in aspect', Ptol.Tetr.52, 132, 147: Comp. -ώτερον S.E.P.1.7. 3 forming a corpus, αἱ σποράδην καὶ οὐ σ. ζητήσεις D.L.7.198.
German (Pape)
[Seite 1060] leiblich, körperlich, zum Körper gehörig; οὐσία, Plat. Tim. Locr. 96 a; πάθη, Arist. eth. 10, 3, 6; ῥώμη, δύναμις, Pol. 6, 5, 7. 8, 12, 9 u. öfter. – Adv., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ σῶμα, Λατ. corporeus ἀντίθετον τῷ ψυχικός, ἔργα Ἀριστ. Ἡθικ. Νικ. 1. 12. 6· πάθη αὐτόθι 10. 3, 6· ἡδοναὶ αὐτόθι 2. 3, 1· τὰ σωματικὰ αὐτόθ. 7. 9, 5. 2) σωματικός, ὑλικός, ἀντίθετον τῷ ἀσώματος, Τίμ. Λοκρ. 96Α, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 14, Φυσ. 4. 7, 3, κ. ἀλλ. -Συγκρ. -ώτερος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 14, 3· ὑπερθετ. -ώτατος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 37. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐπιστ. πρ. Κολοσσ. β΄, 9, Πλούτ. 2. 424D· συγκρ. -ώτερον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le corps, corporel.
Étymologie: σῶμα.