μυάκανθος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυάκανθος''': ὁ, [[φυτόν]] τι, [[ἄγριος]] ἀσπάραγος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 1· [[ὡσαύτως]] μυάκανθα, ἡ, Νόνν. Θεοφάν. 184.
|lstext='''μυάκανθος''': ὁ, [[φυτόν]] τι, [[ἄγριος]] ἀσπάραγος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 1· [[ὡσαύτως]] μυάκανθα, ἡ, Νόνν. Θεοφάν. 184.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />asperge épineuse, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μῦς]], [[ἄκανθα]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠάκανθος Medium diacritics: μυάκανθος Low diacritics: μυάκανθος Capitals: ΜΥΑΚΑΝΘΟΣ
Transliteration A: myákanthos Transliteration B: myakanthos Transliteration C: myakanthos Beta Code: mua/kanqos

English (LSJ)

[ᾰκ], ὁ,

   A = κεντρομυρσίνη, Thphr.HP6.5.1, Orph. Fr.49.61.    II = ἀσπάραγος πετραῖος, Dsc.2.125:—Adj. μῠᾰκάνθινος, η, ον, Gal.11.841, Orib.3.4.1.

German (Pape)

[Seite 213] ὁ, Mäusedorn, wilder Spargel, auch μυάκανθα, ἡ, u. μυάκανθον, τό, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυάκανθος: ὁ, φυτόν τι, ἄγριος ἀσπάραγος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 1· ὡσαύτως μυάκανθα, ἡ, Νόνν. Θεοφάν. 184.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
asperge épineuse, plante.
Étymologie: μῦς, ἄκανθα.