Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γήπεδον: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γήπεδον''': τό, =[[γεωπέδιον]], [[τεμάχιον]], [[μέρος]] γῆς, ἐδάφους, Πλάτ. Νόμ. 741D, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 2· πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 32. ΙΙ. ὁ δωρ. [[τύπος]] [[γάπεδον]] [ᾷ] παρελήφθη ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ [[δάπεδον]] [ᾰ] ἐν Πινδ. Ν. 7. 121, Αἰσχύλ. Πρ. 829, [[χάριν]] τοῦ μέτρου· πρβλ. Στέφ. Β. «[[γήπεδον]]..., [[ὅπερ]] οἱ τραγικοὶ διὰ τοῦ ᾱ φασὶ δωρίζοντες»· οὕτω μετεχειρίζοντο τοὺς δωρ. τύπους [[γαμόρος]], [[γάποτος]], κτλ.
|lstext='''γήπεδον''': τό, =[[γεωπέδιον]], [[τεμάχιον]], [[μέρος]] γῆς, ἐδάφους, Πλάτ. Νόμ. 741D, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 2· πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 32. ΙΙ. ὁ δωρ. [[τύπος]] [[γάπεδον]] [ᾷ] παρελήφθη ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ [[δάπεδον]] [ᾰ] ἐν Πινδ. Ν. 7. 121, Αἰσχύλ. Πρ. 829, [[χάριν]] τοῦ μέτρου· πρβλ. Στέφ. Β. «[[γήπεδον]]..., [[ὅπερ]] οἱ τραγικοὶ διὰ τοῦ ᾱ φασὶ δωρίζοντες»· οὕτω μετεχειρίζοντο τοὺς δωρ. τύπους [[γαμόρος]], [[γάποτος]], κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fonds de terre, <i>particul.</i> fonds de terre attenant à une maison, jardin.<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], -πεδον, cf. [[δάπεδον]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γήπεδον Medium diacritics: γήπεδον Low diacritics: γήπεδον Capitals: ΓΗΠΕΔΟΝ
Transliteration A: gḗpedon Transliteration B: gēpedon Transliteration C: gipedon Beta Code: gh/pedon

English (LSJ)

τό,

   A = γεώπεδον, plot of ground, Pl.Lg.741c, Arist.Pol.1263a3.    II Trag. used Dor. form γάπεδον acc. to St. Byz.: hence γ. for δάπεδον (metri gr.), A.Pr.829 (Pors.).

German (Pape)

[Seite 489] τό, = γεώπεδον, Grundstück, Garten; ἢ οἰκόπεδον Plat. Legg. V, 741 c; vgl. Phryn. B. A. 32, der hinzusetzt τὰ ἐν ταῖς πόλεσι προκείμενα ταῖς οἰκίαις, wie Schol. Il. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

γήπεδον: τό, =γεωπέδιον, τεμάχιον, μέρος γῆς, ἐδάφους, Πλάτ. Νόμ. 741D, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 2· πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 32. ΙΙ. ὁ δωρ. τύπος γάπεδον [ᾷ] παρελήφθη ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ δάπεδον [ᾰ] ἐν Πινδ. Ν. 7. 121, Αἰσχύλ. Πρ. 829, χάριν τοῦ μέτρου· πρβλ. Στέφ. Β. «γήπεδον..., ὅπερ οἱ τραγικοὶ διὰ τοῦ ᾱ φασὶ δωρίζοντες»· οὕτω μετεχειρίζοντο τοὺς δωρ. τύπους γαμόρος, γάποτος, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fonds de terre, particul. fonds de terre attenant à une maison, jardin.
Étymologie: γῆ, -πεδον, cf. δάπεδον.