δυσέξιτος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(6_17)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσέξῐτος''': -ον, ὁ ἐξ οὗ δυσκόλως τις ἐξέρχεται, δι. γραφ. ἐν Διοδ. 3. 44.
|lstext='''δυσέξῐτος''': -ον, ὁ ἐξ οὗ δυσκόλως τις ἐξέρχεται, δι. γραφ. ἐν Διοδ. 3. 44.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de atravesar]], [[infranqueable]] τὸ στόμα de un golfo, D.S.3.44, τὸ πέρας de un país desértico, D.S.3.50, τόπος D.S.16.31.
}}
}}

Revision as of 12:26, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέξῐτος Medium diacritics: δυσέξιτος Low diacritics: δυσέξιτος Capitals: ΔΥΣΕΞΙΤΟΣ
Transliteration A: dyséxitos Transliteration B: dysexitos Transliteration C: dyseksitos Beta Code: duse/citos

English (LSJ)

ον,

   A hard to get out of, D.S.3.44 (v.l. δυσδιεξίτητος).

German (Pape)

[Seite 679] wo man schwer herauskommen kann; στόμα κόλπου D. Sic. 3, 44.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέξῐτος: -ον, ὁ ἐξ οὗ δυσκόλως τις ἐξέρχεται, δι. γραφ. ἐν Διοδ. 3. 44.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atravesar, infranqueable τὸ στόμα de un golfo, D.S.3.44, τὸ πέρας de un país desértico, D.S.3.50, τόπος D.S.16.31.