κωμογραμματεύς: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
(6_8) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωμογραμμᾰτεύς''': έως, ὁ, ὁ γραμματεὺς κώμης, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 4699. 15., 4956. 31. | |lstext='''κωμογραμμᾰτεύς''': έως, ὁ, ὁ γραμματεὺς κώμης, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 4699. 15., 4956. 31. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κωμογραμματεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />(στην Αίγυπτο [[κατά]] τους πτολεμαϊκούς και ρωμαϊκούς χρόνους) [[διοικητικός]] [[υπάλληλος]] [[κατώτερος]] του κωμάρχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] <span style="color: red;">+</span> [[γραμματεύς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιερο</i>-[[γραμματεύς]], <i>τοπο</i>-[[γραμματεύς]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A clerk of a κώμη, PPetr.3p.224 (iii B.C.), PTeb.19.9 (ii B.C.), OGI665.31 (Egypt, i A.D.), J.AJ16.7.3, etc.
German (Pape)
[Seite 1544] ὁ, Dorfschreiber, Schreiber eines Stadtviertels, Ios., Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
κωμογραμμᾰτεύς: έως, ὁ, ὁ γραμματεὺς κώμης, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 4699. 15., 4956. 31.
Greek Monolingual
κωμογραμματεύς, -έως, ὁ (Α)
(στην Αίγυπτο κατά τους πτολεμαϊκούς και ρωμαϊκούς χρόνους) διοικητικός υπάλληλος κατώτερος του κωμάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + γραμματεύς (πρβλ. ιερο-γραμματεύς, τοπο-γραμματεύς)].