ἀνεπαίσθητος: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπαίσθητος''': -ον, [[ἀπαρατήρητος]], ὃν δὲν δύναταί τις νὰ αἰσθανθῇ, ὡς καὶ νῦν, Τίμ. Λοκρ. 100Β, Πλούτ. 2. 1062Β, Λουκ. Κρον. 33. 2) ἐνεργ. ὁ μὴ παρατηρῶν τι, τινός, Λογγῖν. 4. 1. Συλλ. Ἐπιγρ. 4717. 13, - Ἐπίρρ. -τως Βυζ. | |lstext='''ἀνεπαίσθητος''': -ον, [[ἀπαρατήρητος]], ὃν δὲν δύναταί τις νὰ αἰσθανθῇ, ὡς καὶ νῦν, Τίμ. Λοκρ. 100Β, Πλούτ. 2. 1062Β, Λουκ. Κρον. 33. 2) ἐνεργ. ὁ μὴ παρατηρῶν τι, τινός, Λογγῖν. 4. 1. Συλλ. Ἐπιγρ. 4717. 13, - Ἐπίρρ. -τως Βυζ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />insensible, que l’on ne sent pas, dont on ne s’aperçoit pas, imperceptible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐπαισθάνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unperceived, imperceptible, Ti.Locr. 100b, Plu.2.1062b, Luc.Sat.33. Adv. -τως Simp. in Cat.309.3. 2 Act., not perceiving, τινός Plb.28.1.6, Longin.4.1. OGI194(Egypt. Adv. -τως Ph.Fr.70H., Hippiatr.38, Svrian. in Metaph.100.38, Simp. in Ph.1198.39.
German (Pape)
[Seite 224] 1) nicht fühlbar, κίνησις Plat. Locr. 100 b; δαπάνη, unmerklich, Luc. Ep. Sat. 33. – 2) nicht bemerkend, τινός, etwas, Longin. 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπαίσθητος: -ον, ἀπαρατήρητος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ αἰσθανθῇ, ὡς καὶ νῦν, Τίμ. Λοκρ. 100Β, Πλούτ. 2. 1062Β, Λουκ. Κρον. 33. 2) ἐνεργ. ὁ μὴ παρατηρῶν τι, τινός, Λογγῖν. 4. 1. Συλλ. Ἐπιγρ. 4717. 13, - Ἐπίρρ. -τως Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
insensible, que l’on ne sent pas, dont on ne s’aperçoit pas, imperceptible.
Étymologie: ἀ, ἐπαισθάνομαι.