τετράωτος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_18)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράωτος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα ὦτα, [[παροιμία]] «ἐπὶ τοῦ πολλὰ ἰδόντος καὶ πολλὰ ἀκούσαντος» Ζηνοβ. Παροιμ. 1. 54· ὁ ἔχων τέσσαρας λαβάς, [[ποτήριον]] Σιμάριστ. παρ’ Ἀθην. 483Α.
|lstext='''τετράωτος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα ὦτα, [[παροιμία]] «ἐπὶ τοῦ πολλὰ ἰδόντος καὶ πολλὰ ἀκούσαντος» Ζηνοβ. Παροιμ. 1. 54· ὁ ἔχων τέσσαρας λαβάς, [[ποτήριον]] Σιμάριστ. παρ’ Ἀθην. 483Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερα]] αφτιά<br /><b>2.</b> (για αγγεία) αυτός που έχει [[τέσσερεις]] λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]] «[[αφτί]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>ωτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰωτος Medium diacritics: τετράωτος Low diacritics: τετράωτος Capitals: ΤΕΤΡΑΩΤΟΣ
Transliteration A: tetráōtos Transliteration B: tetraōtos Transliteration C: tetraotos Beta Code: tetra/wtos

English (LSJ)

ον,

   A with four ears, Zen.1.54; with four handles, ποτήριον Simarist. ap. Ath.11.483a.

German (Pape)

[Seite 1100] mit vier Ohren od. Handhaben, Ath. XI, 483 a.

Greek (Liddell-Scott)

τετράωτος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα ὦτα, παροιμία «ἐπὶ τοῦ πολλὰ ἰδόντος καὶ πολλὰ ἀκούσαντος» Ζηνοβ. Παροιμ. 1. 54· ὁ ἔχων τέσσαρας λαβάς, ποτήριον Σιμάριστ. παρ’ Ἀθην. 483Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει τέσσερα αφτιά
2. (για αγγεία) αυτός που έχει τέσσερεις λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. πολύ-ωτος].