καθησυχάζω: Difference between revisions

From LSJ

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
(6_7)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθησῠχάζω''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ἡσυχάζω]], Πολύβ. 9. 32, 2, Φίλων 2. 71.
|lstext='''καθησῠχάζω''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ἡσυχάζω]], Πολύβ. 9. 32, 2, Φίλων 2. 71.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[καθησυχάζω]])<br />[[ηρεμώ]], [[γίνομαι]] [[γαλήνιος]] και [[ατάραχος]], καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε [[μόλις]] άκουσε τα νέα» β. «[[ἐπεὶ]] δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῡ λέγειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να ησυχάσει, [[καταπραΰνω]], [[μαλακώνω]], [[ξαναδίνω]] σε κάποιον την ψυχική [[γαλήνη]] («ο [[γιατρός]] μάς καθησύχασε με τη διάγνωσή του»)<br />αρχ. <b>μέσ.</b> <i>καθησυχάζομαι</i><br />[[ηρεμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡσυχ</i>-<i>άζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἥσυχος]])].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθησῠχάζω Medium diacritics: καθησυχάζω Low diacritics: καθησυχάζω Capitals: ΚΑΘΗΣΥΧΑΖΩ
Transliteration A: kathēsycházō Transliteration B: kathēsychazō Transliteration C: kathisychazo Beta Code: kaqhsuxa/zw

English (LSJ)

strengthd. for ἡσυχάζω, Plb.9.32.2, Ph.2.71, BGU 36.14 (Trajan):—Med., fut.

   A καθησυχάσομαι Lyr.Alex.Adesp.4.24.

German (Pape)

[Seite 1285] verstärktes simplex, Pol. 9, 32, 2; schweigen, Plut. Ages. 20.

Greek (Liddell-Scott)

καθησῠχάζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἡσυχάζω, Πολύβ. 9. 32, 2, Φίλων 2. 71.

Greek Monolingual

καθησυχάζω)
ηρεμώ, γίνομαι γαλήνιος και ατάραχος, καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε μόλις άκουσε τα νέα» β. «ἐπεὶ δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῡ λέγειν», Πολ.)
νεοελλ.
κάνω κάποιον να ησυχάσει, καταπραΰνω, μαλακώνω, ξαναδίνω σε κάποιον την ψυχική γαλήνη («ο γιατρός μάς καθησύχασε με τη διάγνωσή του»)
αρχ. μέσ. καθησυχάζομαι
ηρεμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἡσυχ-άζω (< ἥσυχος)].