ὑπερφωνέω: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερφωνέω''': ὁμιλῶ φωνάζων δυνατά, ὁμιλῶ μὲ μεγάλην φωνήν, τῶν ῥητόρων τοὺς ὑπερφωνοῦντας Φιλόστρ. 484, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., [[ὑπερβάλλω]] τινὰ κατὰ τὴν φωνήν, ὑπερτερῶ φωνάζων δυνατώτερα, τινα Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 13· - μεταφορ., [[ὑπερβάλλω]], ὑπερτερῶ, νικῶ, τὸ περὶ τὴν τομὴν [[ἔργον]] ὑπερφωνεῖν δοκεῖ τὰ Νέρωνος πάντα Φιλόστρ. 194. | |lstext='''ὑπερφωνέω''': ὁμιλῶ φωνάζων δυνατά, ὁμιλῶ μὲ μεγάλην φωνήν, τῶν ῥητόρων τοὺς ὑπερφωνοῦντας Φιλόστρ. 484, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., [[ὑπερβάλλω]] τινὰ κατὰ τὴν φωνήν, ὑπερτερῶ φωνάζων δυνατώτερα, τινα Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 13· - μεταφορ., [[ὑπερβάλλω]], ὑπερτερῶ, νικῶ, τὸ περὶ τὴν τομὴν [[ἔργον]] ὑπερφωνεῖν δοκεῖ τὰ Νέρωνος πάντα Φιλόστρ. 194. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />parler plus haut que, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φωνέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
A speak exceedingly well, Philostr.VS1 Prooem. II trans., outbawl, τινα Luc.Rh.Pr.13; οἰμωγὴ ὑ. τὸν τῶν σαλπίγγων ἦχον J.AJ11.4.2: metaph., outdo, Philostr.VA5.7, cf. Jul.Or.6.182a; τὸ Θηβῶν πάθος ὑ. τοὺς Ἕλληνας Him.Ecl.2.4. 2 sing loudly, αἴνεσιν LXX Ju.15.14 (16.1).
German (Pape)
[Seite 1204] übermäßig laut sprechen, LXX.; – überschreien, τινά, Luc. rhet. praec. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφωνέω: ὁμιλῶ φωνάζων δυνατά, ὁμιλῶ μὲ μεγάλην φωνήν, τῶν ῥητόρων τοὺς ὑπερφωνοῦντας Φιλόστρ. 484, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., ὑπερβάλλω τινὰ κατὰ τὴν φωνήν, ὑπερτερῶ φωνάζων δυνατώτερα, τινα Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 13· - μεταφορ., ὑπερβάλλω, ὑπερτερῶ, νικῶ, τὸ περὶ τὴν τομὴν ἔργον ὑπερφωνεῖν δοκεῖ τὰ Νέρωνος πάντα Φιλόστρ. 194.