κουρεακός: Difference between revisions
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(6_10) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κουρεακός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς κουρέα, [[φλύαρος]] ὡς [[κουρεύς]], Πολύβ. 3. 20, 5. | |lstext='''κουρεακός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς κουρέα, [[φλύαρος]] ὡς [[κουρεύς]], Πολύβ. 3. 20, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κουρεακός]], -ή, -όν (Α) [[κουρεύς]]<br />όμοιος με κουρέα, [[φλύαρος]], [[πολυλογάς]] σαν [[κουρέας]] («οὐ γὰρ ἱστορίας [[ἀλλά]] κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῡσι τάξιν ἔχειν», <b>Πολ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A gossiping (cf. sq.), κ. καὶ πάνδημος λαλιά Plb. 3.20.5.
Greek (Liddell-Scott)
κουρεακός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς κουρέα, φλύαρος ὡς κουρεύς, Πολύβ. 3. 20, 5.
Greek Monolingual
κουρεακός, -ή, -όν (Α) κουρεύς
όμοιος με κουρέα, φλύαρος, πολυλογάς σαν κουρέας («οὐ γὰρ ἱστορίας ἀλλά κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῡσι τάξιν ἔχειν», Πολ.).