ξυστροφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(6_14) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξυστροφύλαξ''': ὁ, [[θήκη]] ἢ [[μέρος]] [[ἔνθα]] φυλάττονται [[ξύστρα]], Ἀρτεμίδ. 1. 66. | |lstext='''ξυστροφύλαξ''': ὁ, [[θήκη]] ἢ [[μέρος]] [[ἔνθα]] φυλάττονται [[ξύστρα]], Ἀρτεμίδ. 1. 66. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξυστροφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />[[θήκη]] ή [[μέρος]] για τη [[φύλαξη]] της ξύστρας του λουτρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύστρα]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
[φῠ], ᾰκος, ὁ,
A place or box for keeping ξῦστραι in, Artem.1.64.
German (Pape)
[Seite 283] ακος, ὁ, Behältniß für die ξύστρα, Artemid. 1, 66.
Greek (Liddell-Scott)
ξυστροφύλαξ: ὁ, θήκη ἢ μέρος ἔνθα φυλάττονται ξύστρα, Ἀρτεμίδ. 1. 66.
Greek Monolingual
ξυστροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
θήκη ή μέρος για τη φύλαξη της ξύστρας του λουτρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα + φύλαξ.