τελείωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(6_22)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τελείωμα''': ὡς καὶ νῦν, [[συμπλήρωσις]], τελειοποίησις, τῆς οἰκίας Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· [[τελειότης]], τοῦ τῆς ψυχῆς τελειώματος Εὐνάπ. σ. 209.
|lstext='''τελείωμα''': ὡς καὶ νῦν, [[συμπλήρωσις]], τελειοποίησις, τῆς οἰκίας Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· [[τελειότης]], τοῦ τῆς ψυχῆς τελειώματος Εὐνάπ. σ. 209.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και [[τελείωμα]] Ν, και [[θεσσαλικός]] τ. τελείουμα, Α [[τελειῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />[[συμπλήρωση]], [[ολοκλήρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πέρας]], [[τέλος]], [[σημείο]] τόπου ή χρόνου στο οποίο τελειώνει [[κάτι]] (α. «στο τέλειωμα του δρόμου» β. «το [[τελείωμα]] του φουστανιού»)<br /><b>2.</b> [[εξάντληση]] («το [[λάδι]] έφτασε στο τέλειωμά του»)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα τελειώματα</i><br />οι τελευταίες διαπραγματεύσεις ή οι τελευταίες ενέργειες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τελειοποίηση]], [[τελειότητα]] («[[τελείωμα]] τῆς ψυχῆς», Ευνάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφιέρωση]] με την [[ευκαιρία]] της τελείωσης, της ενηλικίωσης.
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελείωμα Medium diacritics: τελείωμα Low diacritics: τελείωμα Capitals: ΤΕΛΕΙΩΜΑ
Transliteration A: teleíōma Transliteration B: teleiōma Transliteration C: teleioma Beta Code: telei/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A completion, τῆς οἰκίας Arist.Ph.246a17; τῆς ψυχῆς Aq.Jb. 12.2, Eun.VS p.500 B.    2 Thess. τελείουμα, dedication on the occasion of τελείωσις 11, IG9(2).1235 (Phalanna, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1085] τό, = τελείωσις, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

τελείωμα: ὡς καὶ νῦν, συμπλήρωσις, τελειοποίησις, τῆς οἰκίας Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· τελειότης, τοῦ τῆς ψυχῆς τελειώματος Εὐνάπ. σ. 209.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και τελείωμα Ν, και θεσσαλικός τ. τελείουμα, Α [[τελειῶ, -ώνω]]
συμπλήρωση, ολοκλήρωση
νεοελλ.
1. πέρας, τέλος, σημείο τόπου ή χρόνου στο οποίο τελειώνει κάτι (α. «στο τέλειωμα του δρόμου» β. «το τελείωμα του φουστανιού»)
2. εξάντληση («το λάδι έφτασε στο τέλειωμά του»)
3. στον πληθ. τα τελειώματα
οι τελευταίες διαπραγματεύσεις ή οι τελευταίες ενέργειες
μσν.-αρχ.
τελειοποίηση, τελειότητατελείωμα τῆς ψυχῆς», Ευνάπ.)
αρχ.
αφιέρωση με την ευκαιρία της τελείωσης, της ενηλικίωσης.