λινεύς: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνεύς''': έως, ὁ, [[εἶδος]] θαλασσίου ἰχθύος, [[εἶδος]] κεστρέως, Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1, Φώτ., Ἡσύχ.
|lstext='''λῐνεύς''': έως, ὁ, [[εἶδος]] θαλασσίου ἰχθύος, [[εἶδος]] κεστρέως, Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1, Φώτ., Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />mulet, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λινεύς Medium diacritics: λινεύς Low diacritics: λινεύς Capitals: ΛΙΝΕΥΣ
Transliteration A: lineús Transliteration B: lineus Transliteration C: lineys Beta Code: lineu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A = κεστρεύς, Call.Com.3, Phot., Hsch.

German (Pape)

[Seite 49] ὁ, ein Meerfisch, mugil, Ath. VII, 286 b; B. A. 474 u. a. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνεύς: έως, ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, εἶδος κεστρέως, Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1, Φώτ., Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
mulet, poisson.
Étymologie: λίνον.