πέμπελος: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέμπελος''': -ον, [[λέξις]] ἀσαφοῦς ἐννοίας, λεγομένη ἐπὶ [[σφόδρα]] γηραλέων, νεκρόμάντιν πέμπελον, «ὑπεργήρων» (Τζέτζ.), περὶ τοῦ Τειρεσίου, Λυκόφρ. 682· πέμπελον γραῦν, «τὴν παγγήρων γραῦν» (Τζέτζ.), ὁ αὐτ. 826, Γαλην. τόμ. 6, 162. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πέμπελον· στωμύλον, λάλον. οἱ δὲ [[λίαν]] γηραλέον», πρβλ. Χοιροβ. 391. 14, Σουΐδ.
|lstext='''πέμπελος''': -ον, [[λέξις]] ἀσαφοῦς ἐννοίας, λεγομένη ἐπὶ [[σφόδρα]] γηραλέων, νεκρόμάντιν πέμπελον, «ὑπεργήρων» (Τζέτζ.), περὶ τοῦ Τειρεσίου, Λυκόφρ. 682· πέμπελον γραῦν, «τὴν παγγήρων γραῦν» (Τζέτζ.), ὁ αὐτ. 826, Γαλην. τόμ. 6, 162. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πέμπελον· στωμύλον, λάλον. οἱ δὲ [[λίαν]] γηραλέον», πρβλ. Χοιροβ. 391. 14, Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />décrépit.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’explication.
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέμπελος Medium diacritics: πέμπελος Low diacritics: πέμπελος Capitals: ΠΕΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: pémpelos Transliteration B: pempelos Transliteration C: pempelos Beta Code: pe/mpelos

English (LSJ)

ον,

   A aged, Lyc.682, 826, Gal.6.380, Choerob. in Theod. 1.357 H. (alternatively expld. as = στωμύλος, λάλος by Hsch.).

German (Pape)

[Seite 553] dichterisches Beiwort sehr alter Leute, Lycophr. 125, πέμπελος χρόνῳ, u. a. Sp., entweder reif, mürb, wie πέπων mit πέπτω zusammenhangend, oder nach den Alten von πέμπεσθαι εἰς ᾅδο υ, weil sie dem Tode nahe sind; Schneider erkl. es = mürrisch u. vergleicht δυσπέμφελος.

Greek (Liddell-Scott)

πέμπελος: -ον, λέξις ἀσαφοῦς ἐννοίας, λεγομένη ἐπὶ σφόδρα γηραλέων, νεκρόμάντιν πέμπελον, «ὑπεργήρων» (Τζέτζ.), περὶ τοῦ Τειρεσίου, Λυκόφρ. 682· πέμπελον γραῦν, «τὴν παγγήρων γραῦν» (Τζέτζ.), ὁ αὐτ. 826, Γαλην. τόμ. 6, 162. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πέμπελον· στωμύλον, λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον», πρβλ. Χοιροβ. 391. 14, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
décrépit.
Étymologie: DELG pas d’explication.