καρυοβαφής: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
(6_7)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰρυοβᾰφής''': -ές, βεβαμμένος διὰ βαφῆς παρασκευαζομένης ἐκ τῶν κελύφων χλωρῶν [[καρύων]] ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν αἱ γυναῖκες βάπτουσαι τὴν μέταξαν, ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''κᾰρυοβᾰφής''': -ές, βεβαμμένος διὰ βαφῆς παρασκευαζομένης ἐκ τῶν κελύφων χλωρῶν [[καρύων]] ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν αἱ γυναῖκες βάπτουσαι τὴν μέταξαν, ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρυοβαφής]], -ές (Α)<br />ο [[βαμμένος]] με [[βαφή]] από [[κέλυφος]] νωπών καρυδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-<i>βαφής</i>, <i>οινο</i>-<i>βαφής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῠοβᾰφής Medium diacritics: καρυοβαφής Low diacritics: καρυοβαφής Capitals: ΚΑΡΥΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: karyobaphḗs Transliteration B: karyobaphēs Transliteration C: karyovafis Beta Code: karuobafh/s

English (LSJ)

ές,

   A stained with walnut-juice, EM492.55, cf. Hsch. s.v. karuxr (ou=s) .

German (Pape)

[Seite 1331] ές, mit Nußschaalen schwarz gefärbt, E. M 492 E., Erklg von καρύκινος, man vermuthet καρυκοβαφής.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρυοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος διὰ βαφῆς παρασκευαζομένης ἐκ τῶν κελύφων χλωρῶν καρύων ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν αἱ γυναῖκες βάπτουσαι τὴν μέταξαν, ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

καρυοβαφής, -ές (Α)
ο βαμμένος με βαφή από κέλυφος νωπών καρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο-βαφής, οινο-βαφής].