περίτροπος: Difference between revisions
From LSJ
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίτροπος''': -ον, περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, [[κίνησις]] π., περιστροφικὴ [[κίνησις]], πιθ. γραφὴ ἐν Πλουτ. Λυσάνδρ. 12· ― παρ’ Ἡσυχ. ὡς οὐσ περιτρόπου· «[[ἴλιγγος]]», ἀλλ’ ἴδε Lob. Paral. σ. 386. | |lstext='''περίτροπος''': -ον, περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, [[κίνησις]] π., περιστροφικὴ [[κίνησις]], πιθ. γραφὴ ἐν Πλουτ. Λυσάνδρ. 12· ― παρ’ Ἡσυχ. ὡς οὐσ περιτρόπου· «[[ἴλιγγος]]», ἀλλ’ ἴδε Lob. Paral. σ. 386. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui tourne autour, circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[περιτρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
(proparox.), ον,
A turned round, whirled round, κίνησις π. rotatory motion, prob.l. in Plu.Lys.12 : Subst. περιτρόπου· ἴλιγγος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 597] ὁ, der Schwindel, Ael. H. A. 16, 24. herumgewendet, im Kreise herumgedreht, κίνησις, kreisförmige Bewegung, Plut. Lys. 12.
Greek (Liddell-Scott)
περίτροπος: -ον, περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, κίνησις π., περιστροφικὴ κίνησις, πιθ. γραφὴ ἐν Πλουτ. Λυσάνδρ. 12· ― παρ’ Ἡσυχ. ὡς οὐσ περιτρόπου· «ἴλιγγος», ἀλλ’ ἴδε Lob. Paral. σ. 386.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tourne autour, circulaire.
Étymologie: περιτρέπω.