μοιρίς: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_12) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοιρίς''': -ίδος, ἡ, διῃρημένη, μ. [[λίτρα]], [[ἡμίσεια]] [[λίτρα]], ἢ [[λίτρα]] διῃρημένη εἰς δύο ἴσα μέρη, Νικ. Ἀλ. 327 (ἕτεροι [[μοιράς]]). | |lstext='''μοιρίς''': -ίδος, ἡ, διῃρημένη, μ. [[λίτρα]], [[ἡμίσεια]] [[λίτρα]], ἢ [[λίτρα]] διῃρημένη εἰς δύο ἴσα μέρη, Νικ. Ἀλ. 327 (ἕτεροι [[μοιράς]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μοιρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[μοίρα]]<br />διηρημένη, μισή («μοιρὶς [[λίτρα]]», <b>Νίκ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A divided, μ. λίτρα a half λίτρα, Nic.Al.329 (v.l. μοιράς).
German (Pape)
[Seite 198] ίδος, ἡ, getheilt, Nic. Al. 329, v. l. μοιράς.
Greek (Liddell-Scott)
μοιρίς: -ίδος, ἡ, διῃρημένη, μ. λίτρα, ἡμίσεια λίτρα, ἢ λίτρα διῃρημένη εἰς δύο ἴσα μέρη, Νικ. Ἀλ. 327 (ἕτεροι μοιράς).
Greek Monolingual
μοιρίς, -ίδος, ἡ (Α) μοίρα
διηρημένη, μισή («μοιρὶς λίτρα», Νίκ.).