κοσκινοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
(6_19) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοσκῐνοπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν κόσκινα, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσιν» 1, 4. | |lstext='''κοσκῐνοπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν κόσκινα, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσιν» 1, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κοσκινοπώλης]])<br />αυτός που πουλά κόσκινα, ο [[κοσκινάς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A dealer in sieves, Nicopho 19.
Greek (Liddell-Scott)
κοσκῐνοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν κόσκινα, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσιν» 1, 4.
Greek Monolingual
ο (Α κοσκινοπώλης)
αυτός που πουλά κόσκινα, ο κοσκινάς.