δύσγνωστος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦsurely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
(6_16)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσγνωστος''': -ον, [[δυσνόητος]], Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147C. 2) δυσκολογνώριστος, Πολύβ. 3. 78, 4.
|lstext='''δύσγνωστος''': -ον, [[δυσνόητος]], Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147C. 2) δυσκολογνώριστος, Πολύβ. 3. 78, 4.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de entender o comprender]] δεινὰ καὶ δύσγνωστα βουλεύει θεός E.<i>Fr</i>.13aSn., τὸ χρῆμα Pl.<i>Alc</i>.2.147c, τὰ γὰρ οὕτω λεγόμενα Anaximen.<i>Rh</i>.1435<sup>a</sup>38, ἡ ἡμετέρα πραγματεία Plb.3.32.1 (cód.), τοῦτο Gal.6.326, (ἦθος) ἄδηλον καὶ δύσγνωστον Aristid.Quint.80.18, (ἡ Σφίγξ) δύσγνωστα μαντευομένη Socr.Arg.8, cf. Poll.5.150, Phlp.<i>in de An</i>.462.20<br /><b class="num">•</b>c. dat. ἔπη ... δύσγνωστα ... σοφῷ Castorio <i>SHell</i>.310.4, (τὰ μυστήρια) δύσγνωστα ... αὐτοῖς Origenes <i>Io</i>.2.28.174.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de reconocer o distinguir]] c. dat. τοῖς ... ἰδοῦσι δ. ἦν Plb.3.78.4, παρασυνθήματα ... δύσγνωστα τοῖς πολεμίοις Aen.Tact.25.2, tb. sin dat. αἱ ... προσηγορίαι I.<i>AI</i> 1.130, de cosas valiosas, Phld.<i>Mus</i>.4.37.6, μυελός Dsc.2.77, ref. al pulso, Gal.9.362, τὰ δὲ περὶ τὸ μέγεθος ... ἐσφαλμένα Gal.1.352, glos. a [[δύσκριτος]] Sch.A.<i>Pr</i>.458D.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de forma difícil de reconocer]] Nil.M.79.409D.
}}
}}

Revision as of 12:26, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσγνωστος Medium diacritics: δύσγνωστος Low diacritics: δύσγνωστος Capitals: ΔΥΣΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: dýsgnōstos Transliteration B: dysgnōstos Transliteration C: dysgnostos Beta Code: du/sgnwstos

English (LSJ)

ον,

   A hard to understand, Pl.Alc.2.147c.    2 hard to recognize, τισί Plb.3.78.4: Sup., Aen. Tact. 25.2.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu erkennen, Plat. Alc. II, 147 c; Pol. 3, 78, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δύσγνωστος: -ον, δυσνόητος, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147C. 2) δυσκολογνώριστος, Πολύβ. 3. 78, 4.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de entender o comprender δεινὰ καὶ δύσγνωστα βουλεύει θεός E.Fr.13aSn., τὸ χρῆμα Pl.Alc.2.147c, τὰ γὰρ οὕτω λεγόμενα Anaximen.Rh.1435a38, ἡ ἡμετέρα πραγματεία Plb.3.32.1 (cód.), τοῦτο Gal.6.326, (ἦθος) ἄδηλον καὶ δύσγνωστον Aristid.Quint.80.18, (ἡ Σφίγξ) δύσγνωστα μαντευομένη Socr.Arg.8, cf. Poll.5.150, Phlp.in de An.462.20
c. dat. ἔπη ... δύσγνωστα ... σοφῷ Castorio SHell.310.4, (τὰ μυστήρια) δύσγνωστα ... αὐτοῖς Origenes Io.2.28.174.
2 difícil de reconocer o distinguir c. dat. τοῖς ... ἰδοῦσι δ. ἦν Plb.3.78.4, παρασυνθήματα ... δύσγνωστα τοῖς πολεμίοις Aen.Tact.25.2, tb. sin dat. αἱ ... προσηγορίαι I.AI 1.130, de cosas valiosas, Phld.Mus.4.37.6, μυελός Dsc.2.77, ref. al pulso, Gal.9.362, τὰ δὲ περὶ τὸ μέγεθος ... ἐσφαλμένα Gal.1.352, glos. a δύσκριτος Sch.A.Pr.458D.
II adv. -ως de forma difícil de reconocer Nil.M.79.409D.