Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀαρισμός: Difference between revisions

From LSJ
(6_19)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀᾰρισμός''': -οῦ, ὁ, φιλικὴ [[συνομιλία]], [[πλήρης]] ἀγάπης [[ὁμιλία]], ἐν τῷ πληθ., κρυφίους τ’ ὀαρισμοὺς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 787, Καλλ. Ἀποσπ. 118· ἐν τῷ ἑνικ., Κόϊντ. Σμ. 7. 316.
|lstext='''ὀᾰρισμός''': -οῦ, ὁ, φιλικὴ [[συνομιλία]], [[πλήρης]] ἀγάπης [[ὁμιλία]], ἐν τῷ πληθ., κρυφίους τ’ ὀαρισμοὺς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 787, Καλλ. Ἀποσπ. 118· ἐν τῷ ἑνικ., Κόϊντ. Σμ. 7. 316.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀαρισμός]], ὁ (Α) [[οαρίζω]]<br />[[οάρισμα]] («αἱμυλίους τε λόγους κρυφίους τ' ὀαρισμούς», <b>Ησίοδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀᾰρισμός Medium diacritics: ὀαρισμός Low diacritics: οαρισμός Capitals: ΟΑΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: oarismós Transliteration B: oarismos Transliteration C: oarismos Beta Code: o)arismo/s

English (LSJ)

ὁ,=foreg., in pl., Hes.Op.789 ;

   A εὐναῖοι ὀ. Call. Fr.118: in sg., Q.S.7.316.

German (Pape)

[Seite 288] ὁ, = ὀαριστύς, trauliches Liebesgespräch, Hes. O. 791, im plur., u. sp. D., wie Qu. Sm. 7, 316.

Greek (Liddell-Scott)

ὀᾰρισμός: -οῦ, ὁ, φιλικὴ συνομιλία, πλήρης ἀγάπης ὁμιλία, ἐν τῷ πληθ., κρυφίους τ’ ὀαρισμοὺς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 787, Καλλ. Ἀποσπ. 118· ἐν τῷ ἑνικ., Κόϊντ. Σμ. 7. 316.

Greek Monolingual

ὀαρισμός, ὁ (Α) οαρίζω
οάρισμα («αἱμυλίους τε λόγους κρυφίους τ' ὀαρισμούς», Ησίοδ.).