ἑτερόγναθος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερόγνᾰθος''': ὁ, ἔχων τὴν μίαν γνάθον σκληροτέραν τῆς ἄλλης, [[ἵππος]] Ξεν. Ἱππ. 1. 9., 3. 5., 6. 9. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ετερόγναθος· [[σκληρόστομος]]. [[ἀπειθής]]. ἐπὶ τῶν ἵππων», κατὰ δὲ τὸν Φώτιον «[[ἑτερόγναθος]] ὁ ἀπειθὴς ἢ ὁ [[ἄπληστος]] καὶ ἀμφοτέραις ταῖς γνάθοις ἐσθίων».
|lstext='''ἑτερόγνᾰθος''': ὁ, ἔχων τὴν μίαν γνάθον σκληροτέραν τῆς ἄλλης, [[ἵππος]] Ξεν. Ἱππ. 1. 9., 3. 5., 6. 9. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ετερόγναθος· [[σκληρόστομος]]. [[ἀπειθής]]. ἐπὶ τῶν ἵππων», κατὰ δὲ τὸν Φώτιον «[[ἑτερόγναθος]] ὁ ἀπειθὴς ἢ ὁ [[ἄπληστος]] καὶ ἀμφοτέραις ταῖς γνάθοις ἐσθίων».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la bouche est plus dure <i>ou</i> plus tendre d’un côté que de l’autre <i>en parl. de cheval</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[γνάθος]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόγνᾰθος Medium diacritics: ἑτερόγναθος Low diacritics: ετερόγναθος Capitals: ΕΤΕΡΟΓΝΑΘΟΣ
Transliteration A: heterógnathos Transliteration B: heterognathos Transliteration C: eterognathos Beta Code: e(tero/gnaqos

English (LSJ)

ον,

   A with one side of the mouth harder than the other, [ἵπποι] X.Eq.1.9, al.; glossed by ἀπειθής, ἢ ἄπληστος, Phot.

German (Pape)

[Seite 1048] ἵππος, ein Pferd, dessen eine Seite des Maules zu hart oder zu weich zum Lenken ist, Xen. re equ. 1, 9. 2, 5. 6, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόγνᾰθος: ὁ, ἔχων τὴν μίαν γνάθον σκληροτέραν τῆς ἄλλης, ἵππος Ξεν. Ἱππ. 1. 9., 3. 5., 6. 9. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ετερόγναθος· σκληρόστομος. ἀπειθής. ἐπὶ τῶν ἵππων», κατὰ δὲ τὸν Φώτιον «ἑτερόγναθος ὁ ἀπειθὴς ἢ ὁ ἄπληστος καὶ ἀμφοτέραις ταῖς γνάθοις ἐσθίων».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la bouche est plus dure ou plus tendre d’un côté que de l’autre en parl. de cheval.
Étymologie: ἕτερος, γνάθος.