ἐπικράζω: Difference between revisions
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπικράζω''': μέλλ. -κράξω ᾱ, [[κράζω]] [[πρός]] τινα, ἐπικεκραγότες τοῖς παλαίουσι Λουκ. Ἀνάχ. 16˙ ἀόρ. ἐπέκραξα Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 1. | |lstext='''ἐπικράζω''': μέλλ. -κράξω ᾱ, [[κράζω]] [[πρός]] τινα, ἐπικεκραγότες τοῖς παλαίουσι Λουκ. Ἀνάχ. 16˙ ἀόρ. ἐπέκραξα Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. inf.</i> ἐπικράξαι, <i>pf.</i> ἐπικέκραγα;<br />crier sur <i>ou</i> contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κράζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A shout to or at, τινί Luc.Anach.16 (pf. part. ἐπικεκρᾱγότες): aor. 1 inf. ἐπικράξαι Ps.-Luc.Philopatr.1.
German (Pape)
[Seite 952] (s. κράζω), zuschreien, τινί; ἐπικεκραγότες Luc. Anach. 16; ἐπικεκράχθω Poll. 5, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικράζω: μέλλ. -κράξω ᾱ, κράζω πρός τινα, ἐπικεκραγότες τοῖς παλαίουσι Λουκ. Ἀνάχ. 16˙ ἀόρ. ἐπέκραξα Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 1.
French (Bailly abrégé)
ao. inf. ἐπικράξαι, pf. ἐπικέκραγα;
crier sur ou contre, τινι.
Étymologie: ἐπί, κράζω.