ἐπικράζω
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
shout to or shout at, τινί Luc.Anach.16 (pf. part. ἐπικεκρᾱγότες): aor. 1 inf. ἐπικράξαι Ps.-Luc.Philopatr.1.
German (Pape)
[Seite 952] (s. κράζω), zuschreien, τινί; ἐπικεκραγότες Luc. Anach. 16; ἐπικεκράχθω Poll. 5, 85.
French (Bailly abrégé)
ao. inf. ἐπικράξαι, pf. ἐπικέκραγα;
crier sur ou contre, τινι.
Étymologie: ἐπί, κράζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικράζω: вторить или подбодрять криками (ἐπικεκραγότες τοῖς παλαίουσιν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικράζω: μέλλ. -κράξω ᾱ, κράζω πρός τινα, ἐπικεκραγότες τοῖς παλαίουσι Λουκ. Ἀνάχ. 16˙ ἀόρ. ἐπέκραξα Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 1.
Greek Monolingual
ἐπικράζω (Α) κράζω
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω προς κάποιον, φωνάζω υπέρ ή εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
ἐπικράζω: παρακ. -κεκρᾱγα, φωνάζω σε ή προς, τινί, σε Λουκ.
Middle Liddell
perf. -κεκρᾱγα
to shout to or at, τινί Luc.