παρόρασις: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρόρᾱσις''': ἡ, πλημμελὴς [[ὅρασις]], Γαλην. 14. 314, 13. ΙΙ. τὸ παραβλέπειν, [[παράβλεψις]], [[ἀμέλεια]], Πλουτ. Αἰμίλ. 3, Λουκιαν. Δίκη Φων. 3, κτλ. | |lstext='''παρόρᾱσις''': ἡ, πλημμελὴς [[ὅρασις]], Γαλην. 14. 314, 13. ΙΙ. τὸ παραβλέπειν, [[παράβλεψις]], [[ἀμέλεια]], Πλουτ. Αἰμίλ. 3, Λουκιαν. Δίκη Φων. 3, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de regarder légèrement, négligence.<br />'''Étymologie:''' [[παροράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A false vision, Ruf.Fr.116 (pl.), Gal.7.99. II overlooking, συγγνώμη καὶ π. Plu.Aem.3, cf. LXX 2 Ma.5.17, Luc.Jud.Voc.3, etc.
German (Pape)
[Seite 527] ἡ, das Uebersehen, die Nachlässigkeit, Sp. – Bei Ruf. falsches Sehen.
Greek (Liddell-Scott)
παρόρᾱσις: ἡ, πλημμελὴς ὅρασις, Γαλην. 14. 314, 13. ΙΙ. τὸ παραβλέπειν, παράβλεψις, ἀμέλεια, Πλουτ. Αἰμίλ. 3, Λουκιαν. Δίκη Φων. 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de regarder légèrement, négligence.
Étymologie: παροράω.