ἔμβιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμβιος''': -ον, ὁ ἔχων ζωήν, ζωντανός, [[βιώσιμος]], [[κυρίως]] ἐπὶ δένδρων, [[ἅπερ]] ἀντέχουσιν εἰς τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 5· τὸ ἔμβιον, [[ἐπίσης]] ἐπὶ δένδρων, Αἰλ. Π. Ἱστ. 13. 1. ΙΙ. [[ἔμβιος]] [[τιμωρία]], [[τιμωρία]] διὰ βίου, Δίων Κ. 78. 12.
|lstext='''ἔμβιος''': -ον, ὁ ἔχων ζωήν, ζωντανός, [[βιώσιμος]], [[κυρίως]] ἐπὶ δένδρων, [[ἅπερ]] ἀντέχουσιν εἰς τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 5· τὸ ἔμβιον, [[ἐπίσης]] ἐπὶ δένδρων, Αἰλ. Π. Ἱστ. 13. 1. ΙΙ. [[ἔμβιος]] [[τιμωρία]], [[τιμωρία]] διὰ βίου, Δίων Κ. 78. 12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />vivant ; τὸ ἔμβιον ÉL la vie, le principe de vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βίος]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβῐος Medium diacritics: ἔμβιος Low diacritics: έμβιος Capitals: ΕΜΒΙΟΣ
Transliteration A: émbios Transliteration B: embios Transliteration C: emvios Beta Code: e)/mbios

English (LSJ)

ον,

   A having life, [Ζηνὸς] ἐργαζομένου ἔμβια τὰ ὑπὸ τῷ αἰθέρι Philostr.Her.2.19; tenacious of life, established, of trees which will bear transplanting, Thphr.CP5.6.5; of cuttings, ib.3.5.3 (Comp.); but εἰ σπέρμα ἔ. γένοιτο if the seed should germinate, ib.5.4.5, cf. Antipho Soph.15; τὸ ἔ. their living and growing, of trees, Ael.VH 13.1.    2 ἡ ἔ. ὑγρότης the moisture necessary to life, Thphr.CP1.1.3; αἷμα ἔ. τῇ γῇ πινόμενον Philostr.Im.1.24.    II lasting one's whole life, ἔ. τιμωρία D.C.78.12.    III ἔ. γενέσθαι recover consciousness after a swoon, Longus 2.30.

German (Pape)

[Seite 805] 1) am Leben, lebendig; Long. 2, 30; bes. von Pflanzen, die, wenn sie eingepflanzt sind, einschlagen u. gedeihen, Theophr.; vgl. Harpocr. u. B. A. 249. 333; Ael. V. H. 13, 1. – 2) τιμωρία, lebenslängliche Strafe, D. Cass. 78, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβιος: -ον, ὁ ἔχων ζωήν, ζωντανός, βιώσιμος, κυρίως ἐπὶ δένδρων, ἅπερ ἀντέχουσιν εἰς τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 5· τὸ ἔμβιον, ἐπίσης ἐπὶ δένδρων, Αἰλ. Π. Ἱστ. 13. 1. ΙΙ. ἔμβιος τιμωρία, τιμωρία διὰ βίου, Δίων Κ. 78. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vivant ; τὸ ἔμβιον ÉL la vie, le principe de vie.
Étymologie: ἐν, βίος.