ὑλομανέω: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλομανέω''': φύω πολλοὺς βλαστοὺς καὶ φύλλα, [[αὐξάνω]] ὑπερβολικῶς, ἔχω τάσιν πρὸς αὔξησιν ταχεῖαν, Λατ. sylv? scere, ἐπὶ τῆς ἀμπέλου (πρβλ. [[τραγάω]]), Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 5, κλπ.· τὰ πεδία ὑλομανεῖ, αἱ πεδιάδες καλύπτονται ὑπὸ πυκνοῦ δάσους, Στράβ. 684, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 320. 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, γλώσσης, κτλ., [[ἀκολασταίνω]], αὐθαδιάζω, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 25F.
|lstext='''ὑλομανέω''': φύω πολλοὺς βλαστοὺς καὶ φύλλα, [[αὐξάνω]] ὑπερβολικῶς, ἔχω τάσιν πρὸς αὔξησιν ταχεῖαν, Λατ. sylv? scere, ἐπὶ τῆς ἀμπέλου (πρβλ. [[τραγάω]]), Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 5, κλπ.· τὰ πεδία ὑλομανεῖ, αἱ πεδιάδες καλύπτονται ὑπὸ πυκνοῦ δάσους, Στράβ. 684, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 320. 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, γλώσσης, κτλ., [[ἀκολασταίνω]], αὐθαδιάζω, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 25F.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />pousser tout en bois ; <i>fig.</i> être luxuriant, pulluler.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[μαίνομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλομᾰνέω Medium diacritics: ὑλομανέω Low diacritics: υλομανέω Capitals: ΥΛΟΜΑΝΕΩ
Transliteration A: hylomanéō Transliteration B: hylomaneō Transliteration C: ylomaneo Beta Code: u(lomane/w

English (LSJ)

   A run to wood, of the vine (cf. τραγάω 11), Thphr.CP3.1.5, Sm.Ho.10.1, Gp.5.40.1, etc.; πεδία ὑλομανοῦντα overgrown with thick wood, Str.14.6.5: cf. φυλλομανέω.    2 metaph. of language, etc., run riot, ὑ. τὸ μυθῶδες Plu. 2.15e.

German (Pape)

[Seite 1177] zu sehr ins Holz schießen, bes. vom Weinstock; auch τὰ πεδία ὑλομανεῖ, sind bewachsen mit dichter Waldung, Strab. XIV p. 684.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλομανέω: φύω πολλοὺς βλαστοὺς καὶ φύλλα, αὐξάνω ὑπερβολικῶς, ἔχω τάσιν πρὸς αὔξησιν ταχεῖαν, Λατ. sylv? scere, ἐπὶ τῆς ἀμπέλου (πρβλ. τραγάω), Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 5, κλπ.· τὰ πεδία ὑλομανεῖ, αἱ πεδιάδες καλύπτονται ὑπὸ πυκνοῦ δάσους, Στράβ. 684, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 320. 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, γλώσσης, κτλ., ἀκολασταίνω, αὐθαδιάζω, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 25F.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pousser tout en bois ; fig. être luxuriant, pulluler.
Étymologie: ὕλη, μαίνομαι.