συνωνυμία: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνωνῠμία''': ἡ, [[ὁμοιότης]] ὀνόματος ἢ τῆς σημασίας λέξεώς τινος πρὸς [[ἄλλην]], Ἀριστ. Ρητορ. 3. 2, 7, κτλ., πρβλ. [[ὁμωνυμία]].
|lstext='''συνωνῠμία''': ἡ, [[ὁμοιότης]] ὀνόματος ἢ τῆς σημασίας λέξεώς τινος πρὸς [[ἄλλην]], Ἀριστ. Ρητορ. 3. 2, 7, κτλ., πρβλ. [[ὁμωνυμία]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />similitude de sens, synonymie.<br />'''Étymologie:''' [[συνώνυμος]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωνῠμία Medium diacritics: συνωνυμία Low diacritics: συνωνυμία Capitals: ΣΥΝΩΝΥΜΙΑ
Transliteration A: synōnymía Transliteration B: synōnymia Transliteration C: synonymia Beta Code: sunwnumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A synonym, Arist.Rh.1404b39, Quint.8.3.16; ἡ -ία τοῦ δῶμα, i.e. οἶκος, A.D.Pron.84.19; cf. Demetr.Lac.Herc.1012.22.

Greek (Liddell-Scott)

συνωνῠμία: ἡ, ὁμοιότης ὀνόματος ἢ τῆς σημασίας λέξεώς τινος πρὸς ἄλλην, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 2, 7, κτλ., πρβλ. ὁμωνυμία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
similitude de sens, synonymie.
Étymologie: συνώνυμος.