κλονώδης: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
(6_7)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλονώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[θορυβώδης]], ταραχώδης, Γαλην. 8. 34Ε, 268Ε.
|lstext='''κλονώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[θορυβώδης]], ταραχώδης, Γαλην. 8. 34Ε, 268Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[κλονώδης]], -ῶδες) [[κλόνος]]<br />αυτός που γίνεται με [[ταραχή]] ή με σπασμούς, [[σπασμωδικός]] («[[κλονώδης]] [[σφυγμός]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που υφίσταται κλονισμούς.
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλονώδης Medium diacritics: κλονώδης Low diacritics: κλονώδης Capitals: ΚΛΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: klonṓdēs Transliteration B: klonōdēs Transliteration C: klonodis Beta Code: klonw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A agitated, Gal.8.554, al. Adv. -δῶς Id.9.79.

German (Pape)

[Seite 1456] ες, voll Unruhe u. Unordnung, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κλονώδης: -ες, (εἶδος) θορυβώδης, ταραχώδης, Γαλην. 8. 34Ε, 268Ε.

Greek Monolingual

-ες (AM κλονώδης, -ῶδες) κλόνος
αυτός που γίνεται με ταραχή ή με σπασμούς, σπασμωδικόςκλονώδης σφυγμός», Γαλ.)
νεοελλ.
αυτός που υφίσταται κλονισμούς.