ἄκουρος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκουρος''': -ον, ([[κοῦρος]] [[ἀντί]] [[κόρος]]) = [[ἄνευ]] τέκνου, [[ἄνευ]] ἄρρενος κληρονόμου, Ὀδ. Η. 64. ΙΙ. ([[κουρά]]) = ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρημένος, Ἀριστοφ. Σφ. 477, Λυκόφρ. 976., Στράβ.
|lstext='''ἄκουρος''': -ον, ([[κοῦρος]] [[ἀντί]] [[κόρος]]) = [[ἄνευ]] τέκνου, [[ἄνευ]] ἄρρενος κληρονόμου, Ὀδ. Η. 64. ΙΙ. ([[κουρά]]) = ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρημένος, Ἀριστοφ. Σφ. 477, Λυκόφρ. 976., Στράβ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans enfants.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κοῦρος]].
}}
}}