ὀμιχέω: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_20) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμῑχέω''': οὐρῶ, κατουρῶ, μηδ’ ἀντ’ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὀμῑχεῖν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 725 (μνημονεύεται παρὰ Διογ. Λ. 8. 17, [[ἔνθα]] φέρεται μιχεῖν): ἀόρ. ὤμιξα (ἐξ ἐνεστ. [[ὀμίχω]]), ὤμιξεν [[αἷμα]] Ἱππῶναξ 46. (Ἐκ τῆς √ΜΙΧ, μετ’ εὐφων. ὀ-· [[ὅθεν]] καὶ ὄμιχμα, ὀμίχλη, καὶ μοῖχος· πρβλ. Σανσκρ. mih, meh-âmi (mingo, semen, effundo), meh-as (urina), mêgh-as (aqua turbida, nubes)· Λατιν. ming-o, mei-o (δηλ. migi-o), mic-tus· Ἀρχ. Σκανδιναυικ. mîg-a· Ἀγγλο-Σαξον. mig-an· Λιθ. myz-u (mingo)· ὁ Κούρτ. [[ὡσαύτως]] ἀναφέρει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν τὸ Γοτθ. maih-stus ([[κοπρία]]), Ἀγγλο-Σαξον. meox (πρβλ. Βορ. Ἀγγλ. mixen, midden, muck, Ἀρχ. Σκανδ. moka)· Λιθ. migla, κτλ.). | |lstext='''ὀμῑχέω''': οὐρῶ, κατουρῶ, μηδ’ ἀντ’ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὀμῑχεῖν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 725 (μνημονεύεται παρὰ Διογ. Λ. 8. 17, [[ἔνθα]] φέρεται μιχεῖν): ἀόρ. ὤμιξα (ἐξ ἐνεστ. [[ὀμίχω]]), ὤμιξεν [[αἷμα]] Ἱππῶναξ 46. (Ἐκ τῆς √ΜΙΧ, μετ’ εὐφων. ὀ-· [[ὅθεν]] καὶ ὄμιχμα, ὀμίχλη, καὶ μοῖχος· πρβλ. Σανσκρ. mih, meh-âmi (mingo, semen, effundo), meh-as (urina), mêgh-as (aqua turbida, nubes)· Λατιν. ming-o, mei-o (δηλ. migi-o), mic-tus· Ἀρχ. Σκανδιναυικ. mîg-a· Ἀγγλο-Σαξον. mig-an· Λιθ. myz-u (mingo)· ὁ Κούρτ. [[ὡσαύτως]] ἀναφέρει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν τὸ Γοτθ. maih-stus ([[κοπρία]]), Ἀγγλο-Σαξον. meox (πρβλ. Βορ. Ἀγγλ. mixen, midden, muck, Ἀρχ. Σκανδ. moka)· Λιθ. migla, κτλ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀμῑχέω:''' Λατ. [[mingo]], [[ουρώ]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. ὀμείχω.
German (Pape)
[Seite 332] das Wasser lassen, pissen; Hes. O. 729; D. L. 8, 17. Vgl. ὀμίχω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμῑχέω: οὐρῶ, κατουρῶ, μηδ’ ἀντ’ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὀμῑχεῖν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 725 (μνημονεύεται παρὰ Διογ. Λ. 8. 17, ἔνθα φέρεται μιχεῖν): ἀόρ. ὤμιξα (ἐξ ἐνεστ. ὀμίχω), ὤμιξεν αἷμα Ἱππῶναξ 46. (Ἐκ τῆς √ΜΙΧ, μετ’ εὐφων. ὀ-· ὅθεν καὶ ὄμιχμα, ὀμίχλη, καὶ μοῖχος· πρβλ. Σανσκρ. mih, meh-âmi (mingo, semen, effundo), meh-as (urina), mêgh-as (aqua turbida, nubes)· Λατιν. ming-o, mei-o (δηλ. migi-o), mic-tus· Ἀρχ. Σκανδιναυικ. mîg-a· Ἀγγλο-Σαξον. mig-an· Λιθ. myz-u (mingo)· ὁ Κούρτ. ὡσαύτως ἀναφέρει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν τὸ Γοτθ. maih-stus (κοπρία), Ἀγγλο-Σαξον. meox (πρβλ. Βορ. Ἀγγλ. mixen, midden, muck, Ἀρχ. Σκανδ. moka)· Λιθ. migla, κτλ.).