ὠνητικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(47c) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠνητικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος [[ὅπως]] ἀγοράσῃ.-Ἐπιρρ., ὠνητικῶς ἔχειν Φίλων 2. 537, κλπ. | |lstext='''ὠνητικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος [[ὅπως]] ἀγοράσῃ.-Ἐπιρρ., ὠνητικῶς ἔχειν Φίλων 2. 537, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΝΑ [[ὠνητής]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να αγοράζει [[συχνά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὠνητικῶς</i> Α<br />με ωνητικό τρόπο, με [[αγορά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A inclined to buy: Adv. -κῶς, ἔχειν Ph.2.465, al.
Greek (Liddell-Scott)
ὠνητικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος ὅπως ἀγοράσῃ.-Ἐπιρρ., ὠνητικῶς ἔχειν Φίλων 2. 537, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΝΑ ὠνητής
αυτός που έχει την τάση να αγοράζει συχνά.
επίρρ...
ὠνητικῶς Α
με ωνητικό τρόπο, με αγορά.