δέραιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δέραιον''': τό, περιδέραιον, Εὐρ. Ἴωνι 1431· κατὰ πληθ., περιτραχήλιον, Ξεν. Κυν. 6, 1.
|lstext='''δέραιον''': τό, περιδέραιον, Εὐρ. Ἴωνι 1431· κατὰ πληθ., περιτραχήλιον, Ξεν. Κυν. 6, 1.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> collier de chien;<br /><b>2</b> collier, parure.<br />'''Étymologie:''' [[δέρη]].<br /><i><b>Syn.</b></i> 1) [[κλοιός]], κυνάγχη, [[κυνοῦχος]], [[λαιμοπέδη]] - 2) [[δεράγχη]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μάννος]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέραιον Medium diacritics: δέραιον Low diacritics: δέραιον Capitals: ΔΕΡΑΙΟΝ
Transliteration A: déraion Transliteration B: deraion Transliteration C: deraion Beta Code: de/raion

English (LSJ)

τό,

   A necklace, E.Ion 1431 (pl.), Men.Epit.86 (pl.), Satyr. Vit.Eur.Fr.39 vii 14(pl.); collar, X.Cyn.6:—the form δεραιοί is given by Hsch.

German (Pape)

[Seite 548] τό, Halsband, Eur. Ion 1431; Xen. Cyn. 6, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δέραιον: τό, περιδέραιον, Εὐρ. Ἴωνι 1431· κατὰ πληθ., περιτραχήλιον, Ξεν. Κυν. 6, 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 collier de chien;
2 collier, parure.
Étymologie: δέρη.
Syn. 1) κλοιός, κυνάγχη, κυνοῦχος, λαιμοπέδη - 2) δεράγχη, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μάννος, μηνίσκος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.