ἀρχιερωσύνη: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρχιερωσύνη''': ἡ, τοῦ ἀρχιερέως τὸ [[ἀξίωμα]], Πλουτ. Πομπ. 67, Ἑβδ. (Α΄. Μακκ. ζ΄, 21, κ. ἀλλ.), Συλλ. Ἐπιγρ. 2719, 2767, κ. ἀλλ.· - [[ὡσαύτως]] ἀρχιερότης, ητος, ἡ, Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλαιολ. 2. σ. 124Β. | |lstext='''ἀρχιερωσύνη''': ἡ, τοῦ ἀρχιερέως τὸ [[ἀξίωμα]], Πλουτ. Πομπ. 67, Ἑβδ. (Α΄. Μακκ. ζ΄, 21, κ. ἀλλ.), Συλλ. Ἐπιγρ. 2719, 2767, κ. ἀλλ.· - [[ὡσαύτως]] ἀρχιερότης, ητος, ἡ, Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλαιολ. 2. σ. 124Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />grande-prêtrise, dignité de grand-prêtre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχιερεύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A high-priesthood, Ἀπόλλωνος OGI244.21 (Daphne, ii B.C.), cf. BGU362v11 (iii A.D.), etc.; = pontificatus maximus, Plu. Pomp.67; of the Jewish high-priesthood, LXX 1 Ma.7.21, J.AJ15.3.1, al.
German (Pape)
[Seite 366] ἡ, Oberpriesterthum, Plut. Pomp. 67.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιερωσύνη: ἡ, τοῦ ἀρχιερέως τὸ ἀξίωμα, Πλουτ. Πομπ. 67, Ἑβδ. (Α΄. Μακκ. ζ΄, 21, κ. ἀλλ.), Συλλ. Ἐπιγρ. 2719, 2767, κ. ἀλλ.· - ὡσαύτως ἀρχιερότης, ητος, ἡ, Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλαιολ. 2. σ. 124Β.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
grande-prêtrise, dignité de grand-prêtre.
Étymologie: ἀρχιερεύς.