βαθύπεδος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
(6_17)
(7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰθύπεδος''': -ον, ἔχων βαθεῖαν πεδιάδα, χαμηλὴν δηλ. (μεταξὺ ὀρέων κειμένην), περὶ τῆς Νεμέας, Πίνδ. Ν. 3. 30.
|lstext='''βᾰθύπεδος''': -ον, ἔχων βαθεῖαν πεδιάδα, χαμηλὴν δηλ. (μεταξὺ ὀρέων κειμένην), περὶ τῆς Νεμέας, Πίνδ. Ν. 3. 30.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[βαθύπεδος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται σε [[βαθιά]] [[πεδιάδα]], [[ανάμεσα]] σε βουνά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>βλ. λ.</b> [[βαθύπεδο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαθύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδον</i> <span style="color: red;"><</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]], γη, [[πεδιάδα]]»].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθύπεδος Medium diacritics: βαθύπεδος Low diacritics: βαθύπεδος Capitals: ΒΑΘΥΠΕΔΟΣ
Transliteration A: bathýpedos Transliteration B: bathypedos Transliteration C: vathypedos Beta Code: baqu/pedos

English (LSJ)

ον,

   A with deep plain, lying low (between hills), of Nemea, Pi.N.3.18 (prob. for -πεδίῳ).

German (Pape)

[Seite 424] (πέδον), Νεμέα Pind. N. 3, 17, eine Ebene in der Tiefe, zwischen Bergen.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύπεδος: -ον, ἔχων βαθεῖαν πεδιάδα, χαμηλὴν δηλ. (μεταξὺ ὀρέων κειμένην), περὶ τῆς Νεμέας, Πίνδ. Ν. 3. 30.

Greek Monolingual

-ο (Α βαθύπεδος, -ον)
αυτός που βρίσκεται σε βαθιά πεδιάδα, ανάμεσα σε βουνά
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
βλ. λ. βαθύπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -πεδον < πέδον «έδαφος, γη, πεδιάδα»].